Quantcast
Channel: Απόψεις για τη Μονή Βατοπαιδίου (και όχι μόνο)
Viewing all 34873 articles
Browse latest View live

Μοναχός Ιννοκέντιος Σεραγιώτης (30/10/1860 – 06/11/1901)

$
0
0
portret_monax_Sibir_Γεννήθηκε στις 30.10.1860 στο Ιρκούτσκ της Σιβηρίας. Μικρός έμεινε ορφανός από τους γονείς του και ζούσε με τα πέντε αδέλφια του. Ο πατέρας του τους κληροδότησε χρυσορυχεία. Νέος μετέβη στην Πετρούπολη, όπου σπούδασε φυσικές επιστήμες, μαθηματικά και νομικά. Ζώντας ο ίδιος πολύ λιτά, ασκητικά και αγνά ασκούσε πλούσια την αρετή της ελεημοσύνης σε άπορους συμμαθητές του και σε όποιον είχε μεγάλη ανάγκη. Μία επίσκεψή του στην Ευρώπη τον απογοήτευσε, για την εντελώς κοσμική ζωή που ζούσαν οι άνθρωποι. Πίστευε ότι τα χρήματα δεν χαρίζουν την πραγματική ευτυχία και αύξησε τον ασκητικό του αγώνα.
Κηδεία μοναχού Ιννοκέντιου Σεραγιώτου

Κηδεία μοναχού Ιννοκέντιου Σεραγιώτου

 

Ζούσε ως ασκητής μέσα στον κόσμο, με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, ταπεινοφροσύνη και συνεχή ελεημοσύνη. Σε μία φτωχή μοναχή έδωσε ενα μεγάλο χρηματικό ποσό, ώστε μερικοί θεώρησαν οτι έχασε τα λογικά του και ζήτησαν να του γίνει ψυχιατρική εξέταση. Τελικά κατάλαβαν ότι επρόκειτο για αληθινό άνθρωπο του Θεού, ενάρετο, ελεήμονα, που ζούσε για τους άλλους και όχι για τον εαυτό του. Ένα πλουσιόπαιδο να ζεί μ’ εγκράτεια, πενία και καθαρότητα για την αγάπη του Χριστού και του πλησίον! Πολλοί τον ευλαβήθηκαν και άρχισαν να τον τιμούν ως πνευματοκίνητο και θεοφώτιστο.

portret_230

Το 1890 στην Πετρούπολη ο τριαντάχρονος Ιννοκέντιος Σιμπιριακώβ γνωρίσθηκε με τον Ιερομόναχο Δαυΐδ, αδελφό της Βατοπεδινής κοινοβιακής σκήτης του Αγίου Ανδρέου-Σεράι, παρά τις Καρυές του Αγίου Όρους, που ήταν προϊστάμενος του μετοχίου της σκήτης στην Αγία Πετρούπολη. Από τότε του έγινε πνευματικός πατέρας και οδηγός και τον δίδαξε τα μυστικά της νοεράς προσευχής και του ορθοδόξου μοναχισμού. Μαθαίνοντας ο Ιννοκέντιος τις ανάγκες για την ανοικοδόμηση της σκήτης πρόσφερε ενα τεράστιο ποσό, από το μερίδιο της περιουσίας του, για την ολοκλήρωση των έργων, ώστε κατεστάθη νέος κτήτορας. Πουθενά ομως δεν επέτρεψε ν’ αναγραφεί τ’ όνομα του.

 

Την ίδια εποχή γνωρίσθηκε και με τον άγιο Ιωάννη της Κροστάνδης († 1908), στον οποίο προσέφερε πολλά χρήματα για τις ανάγκες της ιεραποστολής και της φιλανθρωπίας του. Συνέχισε να προσφέρει χρήματα στις μονές Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Λατόγκα και Βαλαάμ, και στις σκήτες Αναστάσεως του Χριστού και Αγίων Πάντων. Επίσης δεν έπαυε να ελεεί φιλανθρωπικά Ιδρύματα, σχολεία, ασθενείς, αναπήρους και φτωχούς.

khdeia-Monaxou-Innokentiou-Seragiotiou-1860-1901-03

Το 1894 έγινε δόκιμος μοναχός, το 1896 έλαβε τη ρασοευχή, το 1898 εκάρη μικρόσχημος και ήλθε στο Άγιον Όρος, και το 1899 εκάρη μεγαλόσχημος. Έκτισε εκ βάθρων το Κελλί της Αγίας Βαρβάρας πλησίον της σκήτης. Μαζί με τον Γέροντά του Δαυίδ επιδόθηκαν σε μεγάλους ασκητικούς αγώνες. Νήστευαν όλο τον χρόνο όλη την εβδομάδα το λάδι και κατέλυαν μόνο τα Σαββατοκύριακα, λέγοντας ακατάπαυστα την ευχή του Ιησού. Έδωσε όλη την περιουσία του στη σκήτη και έκτισε ολόκληρη πτέρυγα με τρεις ναούς, του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, του Αγίου Παντελεήμονος και του Αγίου Ιννοκεντίου του Ιρκούτσκ, ιατρείο, νοσοκομείο και γηροκομείο.
Κηδεία μοναχού Ιννοκέντιου Σεραγιώτου 2

Κηδεία μοναχού Ιννοκέντιου Σεραγιώτου 2

Υπήρξε υπόδειγμα καθαρότητος, ταπεινότητος, υπακοής, φιλοθεΐας, πραότητος, ανεξικακίας, ασκητικότητος και ελεημοσύνης. Όλοι οι Σεραγιώτες μοναχοί τον είχαν σε μεγάλη ευλάβεια και παράδειγμα προς μίμηση. Μετά ολιγόμηνη ασθένεια -έπασχε από φυματίωση- ανεπαύθη στις 3 μ.μ. της 6.11.1901, αφού μετέλαβε των αχράντων Μυστηρίων, έχοντας μεγάλη χαρά ψυχής, που θα μεταβεί στον Νυμφίο Χριστό.
Εκηδεύθη και ετάφη μετά διήμερο πίσω από τον αρχικό ναό της σκήτης του Αγίου Αντωνίου μετά του πρώτου κτήτορος Δικαίου Βησσαρίωνος, ως μέγας κτήτορας κι ευεργέτης. Από μεγάλη ταπείνωση δεν θέλησε να ιερωθεί κι έλεγε: «Έχασα τόσα χρόνια σπουδάζοντας την θύραθεν παιδείαν. Καιρός τώρα να μετανοήσω. Να κερδίσω τον χαμένον μου χρόνον. Αφήσατέ με εν ησυχία να κλαύσω τας πολλάς μου αμαρτίας, ίνα εύρω έλεος ο αμαρτωλός και τρισάλθιος εν ημέρα Κρίσεως».
Βιβλιογραφία: Εφραίμ Προηγουμένου, Ημερολόγιον Ιεράς Βατοπαιδινής Κοινοβιακής Σκήτης Αποστόλου Ανδρέου, Άγιον Όρος 2009.

 

Βιβλίο: "Eκατομμυριούχος φιλάνθρωπος ερημίτης"

Βιβλίο:
«Eκατομμυριούχος φιλάνθρωπος ερημίτης»

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β΄ – 1956-1983, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011

 


Άγιος Παύλος Α’ ο Ομολογητής και Ιερομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινούπολης

$
0
0

06Εορτάζει στις 6 Νοεμβρίου εκάστου έτους.

 

 

Την εις φάρυγγα Παύλος αυχών αγχόνην,

Λυει φάρυγξι ρευμάτων την αγχόνην.

Ούνεκα ωμολογεί Παύλος Θεόν, άγχεται έκτη.

Βιογραφία

Ο Άγιος Παύλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. και υπήρξε γραμματέας του αγιοτάτου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αλεξάνδρου  30 Αυγούστου .

 

Όταν απεβίωσε ο Αλέξανδρος, το 377 μ.Χ., ο Παύλος εξελέγχθηκε Πατριάρχης. Ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος, όταν το πληροφορήθηκε δυσανασχέτησε, μία και ήταν οπαδός της αίρεσης των Αρειανών. Όταν ο Κωνστάντιος επέστρεψε από την Αντιόχεια στην Κωνσταντινούπολη, απομάκρυνε από τον πατριαρχικό θρόνο τον Παύλο και ανακήρυξε αυθαίρετα Πατριάρχη, τον αρειανόφρονα Νικομήδειας Ευσέβιο. Τότε ο Άγιος Παύλος πήγε στη Ρώμη. Εκεί βρήκε τον Μέγα Αθανάσιο, 18 Ιανουαρίου , τον οποίο είχε απομακρύνει από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας ο Κωνστάντιος.

 

Πληροφορηθείς τα γεγονότα, ο αυτοκράτορας Κώνστας, έστειλε γράμμα στον αδελφό του τον Κωνστάντιο, διαμαρτυρόμενος για τη στάση του. Έτσι ο Παύλος και ο Αθανάσιος επανήλθαν στο αξίωμά τους.

 

Δυστυχώς μετά από λίγο καιρό ο Κώνστας πέθανε. Έτσι ο Κωνστάντιος διέταξε, από την Αντιόχεια που ήταν, να απομακρύνουν τον Παύλο από τον Πατριαρχικό θρόνο. Μάλιστα τον εξόρισε στην Κουκουσό της Αρμενίας.

 

Μία μέρα που τελούσε την Θεία Λειτουργία όρμησαν καταπάνω του Αρειανοί και τον έπνιξαν με το ίδιο του το ωμοφόριο. Έτσι ο Άγιος ετελείωσε και παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο.

 

Απολυτίκιον (Κατέβασμα)

Ήχος γ’. Αυτόμελον.

Θείας πίστεως ομολογία, άλλον Παύλόν σε τη Εκκλησία, ζηλωτήν εν ιερεύσιν ανέδειξε· συνεκβοά σοι και Άβελ προς Κύριον, και Ζαχαρίου το αίμα το δίκαιον. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

 

Κοντάκιον

Ήχος β’. Τα άνω ζητών.

Αστράψας εν γη, ως άστρον ουρανόφωτον, την καθολικήν, φωτίζεις Εκκλησίαν νυν, υπέρ ης και ήθλησας, την ψυχήν σου Παύλε προθέμενος, και ως Ζαχαρίου και Αβελ τρανώς, βοά σου το αίμα προς Κυριον.

 

Κάθισμα

Ήχος πλ. δ’. Την Σοφίαν.

 

Ως του σκεύους υπάρχων της εκλογής, και ομώνυμος Πατερ και μιμητής, κινδύνους υπέμεινας, και διωγμούς υπέρ πίστεως, και ως αυτός την Ρωμην, κατέλαβες Όσιε, πανταχού κηρύσσων, Τριάδος το ομότιμον· όθεν και τον δρόμον, εν Αρμενία τελέσας, αξίως απείληφας, εκ Κυρίου τον στέφανον, καταισχύνας τον Άρειον· Πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, των πταισμάτων άφεσιν δωρήσασθαι, τοις εορτάζουσι πόθω, την αγίαν μνήμην σου.

Ο Οίκος

Ομολογίας στύλος υπάρχεις, και ομώνυμος Παύλου του φωστήρος της γης, ομότροπός τε και σύναθλος, τα στίγματα του Ιησού βαστάζων εν τω σώματι, Παύλε ιερομύστα· και εν αυτοίς εντρυφών, και καυχώμενος πάντοτε, ενώπιον βασιλέων κακοδόξων ώφθης ιστάμενος, και μη πτοούμενος, μάλλον δε δυναμούμενος. Όθεν τρανώτερον βοά σου το αίμα προς Κυριον.

 Πηγή:saint.gr 

Ο άγιος Δημητριανός, επίσκοπος Κυθρέας (6 Νοεμβρίου)

$
0
0
Agios Demetriano 01

Άγιος Δημητριανός Επίσκοπος Χύτρων. Σύγχρονη φορητή εικόνα.

Από το χωριό Συκές, της επαρχίας των παλαιών Χύτρων, της σημερινής σκλαβωμένης Κυθρέας της Κύπρου, καταγόταν ο σήμερα εορταζόμενος Άγιος Δημητριανός. Οι γονείς του ενάρετοι και ευσεβείς. Ο πατέρας του ιερέας του χωριού είχε μια επίσης ισάξια του φιλόθεη πρεσβυτέρα. Και οι δύο φρόντισαν για την χριστιανική αγωγή του Δημητριανού.

Όταν έφθασε στην ηλικία των 15 ετών για να τον διαφυλάξουν από τους κινδύνους που απειλούν την ατίθαση νεότητα τον πάντρεψαν με μια συνομήλικη του που είχε το ανάλογο ήθος με αυτόν. Ο Θεός όμως άλλα σκεφτόταν για τον Δημητριανό. Για άλλα τον προόριζε.

Μέσα σε τρείς μήνες η νεαρή σύζυγος πέθανε. Κατά την σύντομη ζωή τους οι δύο σύζυγοι με τη δύναμη της χάριτος του Θεού παρέμειναν παρθένοι. Μετά την κοίμηση της συζύγου του ο Δημητριανός αποφάσισε να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Θεό διαπιστώνοντας το άστατο της ζωής του ανθρώπου, που μοιάζει με ένα όνειρο.

Αποχαιρέτισε τους γονείς και όλα τα εγκόσμια και πήγε στην Μονή του Αγίου Αντωνίου που βρισκόταν κοντά στους Χύτρους. Εκεί συνέχισε με πιο έντονο τρόπο αυτά που ασκούσε και στην κοσμική ζωή του δηλ. τους κόπους, τις νηστείες, τις αγρυπνίες και όλη την άλλη φιλοπονία και κακοπάθεια προσπαθώντας να μιμηθεί στην αρετή και τη φιλοθεΐα τους μοναχούς της Μονής. Οι Πατέρες βλέποντας το αγωνιστικό του φρόνημα τον συμβούλευσαν να δεχθεί το αγγελικό σχήμα των μοναχών ώστε δεχόμενος από αυτό τη χάρη και το φωτισμό να ανέβη σε ψηλότερα σκαλοπάτια της αρετής. Δέχθηκε ταπεινά τις συμβουλές τους και περιβλήθηκε το ταπεινό αλλά ουράνιο σχήμα των μοναχών και έκανε τον εαυτό του κατοικία του Αγίου Πνεύματος με αποτέλεσμα να φθάσει πολύ γρήγορα στην απάθεια. Επιμελήθηκε πολύ την κατάνυξη ώστε του δωρίθηκε το χάρισμα των συνεχών δακρύων και της αέναης προσευχής διατηρώντας το ταπεινό φρόνημα. Με την αδιάλειπτη προσευχή αξιώθηκε να φθάσει στη θεωρία του Θεού και να απολαύσει αποκαλύψεις θείων μυστηρίων. Γι’ αυτό προτιμούσε κατά καιρούς να απομακρύνεται από την Μονή σε ήσυχους και απόμερους τόπους κινούμενος από υπερβολική αγάπη, κατασιγάζοντας την εσωτερική φλόγα της επιθυμίας του Θεού.

Agios Demetrianos 02

Άγιος Δημητριανός Επίσκοπος Χύτρων. Νωπογραφία στον Ιερό Ναό Χριστού Αντιφωνητού, Καλογραία Κερύνειας.

Ο Θεός τον γέμισε με άφθονα χαρίσματα λόγω της ταπεινώσεως του και τον στόλισε με το χάρισμα των ιάσεων ποικίλων ασθενειών που απομακρύνονταν μόνο με το λόγο του. Έγινε η παρηγοριά όχι μόνο των μοναχών αλλά και πλήθους λαϊκών τους οποίους ωφελούσε με τη διδασκαλία του. Πρώτα θεράπευε και απάλλασσε από τα ψυχικά πάθη όσους τον πλησίαζαν και μετά τους θεράπευε τα σωματικά.

Η φήμη της οσιακής ζωής του Αγίου Δημητριανού έφθασε στον Επίσκοπο Χύτρων Ευστάθιο ο οποίος μετά από αρκετές παρακλήσεις τον έπεισε να χειροτονηθεί πρεσβύτερος. Τον έκανε δε οικονόμο και διαχειριστή όλων των υποθέσεων της μητροπόλεως του. Παρά τα μεγάλα καθήκοντα που το επιβάρυναν ο Άγιος Δημητριανός τηρούσε τον μοναχικό κανόνα της ασκήσεως του με τις νηστείες, τις αγρυπνίες, τους κόπους με τους οποίους διατηρούσε και ηύξανε τις αρετές του πολεμώντας την νωθρότητα και αμέλεια. Ταυτόχρονα ήταν «ευπρόσιτος, γαλήνιος, πράος, ήσυχος, μετρημένος, συμπαθής», όπως γράφεται στο βίο του και ασκούσε ένα μεγάλο φιλανθρωπικό έργο συνεχίζοντας να ευεργετεί με το χάρισμα των ιαμάτων όλους τους πάσχοντες. Μετά από πολλά χρόνια διακονίας στη θέση του οικονόμου παρακάλεσε τον Επίσκοπο να τον απαλλάξει από τα καθήκοντα του ποθώντας να γυρίσει στην αγαπημένη του ησυχία. Γύρισε στη μονή της μετανοίας του αλλά εκεί τον περίμενε άλλη φροντίδα μεγαλύτερη από αυτή που είχε στον κόσμο. Οι αδελφοί του μοναχοί τον παρακάλεσαν και τον έπεισαν να αναλάβει την ηγουμενία της Μονής. Ο Θεός όμως τον προετοίμαζε για ανώτερα αξιώματα.

Agios Demetrianos 03

Ιερόν Παρεκκλήσιον Αγίου Δημητριανού Επισκόπου Χύτρων στο χωριό τερσεφάνου της Λάρνακας.

Μετά την κοίμηση του Αρχιεπισκόπου Κύπρου εξελέγη ο Χύτρων Ευστάθιος ως διάδοχος του. Αμέσως φρόντισε να βρει άξιο ποιμένα και διδάσκαλο για αντικαταστάτη του. Σκέφτηκε αμέσως τον Άγιο Δημητριανό του οποίου γνώριζε το βίο και τα χαρίσματα. Ο Άγιος έλαβε από το Θεό την πληροφορία για τα σχέδια του Αρχιεπισκόπου και έφυγε κρυφά από το μοναστήρι και έψαχνε για κρυψώνα για να αποφύγει την αρχιεροσύνη. Κατέφυγε μετά την υπόδειξη ενός φίλου του σε ένα άγνωστο και αθέατο μικρό σπήλαιο σε μια δύσβατη περιοχή. Ο Κύριος όμως που ήθελε να τοποθετηθεί ο «λύχνος επί την λυχνίαν» τον φανέρωσε σ’ αυτούς που έψαχναν να τον βρουν. Ο Άγιος δέχθηκε με ταπείνωση το θέλημα του Θεού και χειροτονήθηκε Επίσκοπος Χύτρων χαροποιώντας το ποίμνιο του που τον γνώριζε από την προηγούμενη του διακονία.

Ως επίσκοπος δεν παραμελούσε τα μοναχικά του καθήκοντα παράλληλα με την άσκηση των ποιμαντικών του έργων. Φρόντισε ιδιαίτερα για «την επιμέλεια των φτωχών, την προστασία των χηρών, τη βοήθεια των ορφανών, τη δικαίωση όσων αδικούνταν, τη φιλοξενία των ξένων, την επίσκεψη των ασθενών, τη συμπάθεια όσων βρίσκονταν στη φυλακή, την ένδυση των γυμνών, την τροφή των πεινασμένων, το δρόσισμα όσων διψούσαν, την ειρήνη όσων μάχονταν». Έγινε ο πατέρας των τυφλών, των αναπήρων, των αδυνάτων, των φτωχών, των λεπρών, σωτήρας των αιχμαλώτων. Θεράπευε δε με την επίκληση του Χριστού και τη δύναμη του Τιμίου Σταυρού πλήθος ασθενειών. Η χάρη των ιαμάτων δεν σταμάτησε να ενεργεί και μετά τον θάνατο του παραμένοντας στα άγια του λείψανα.

Όταν ο Άγιος έφθασε στα γηρατειά και δυσκολευόταν έγινε αραβική επιδρομή από ληστές που λεηλάτησαν την Κύπρο και έσυραν στην αιχμαλωσία άπειρους αιχμαλώτους. Μαζί με αυτούς ήταν πολλοί από το ποίμνιο του. Ο Άγιος «επειδή δεν άντεχε για πολύ την εγκάρδια θλίψη που του προκλήθηκε από τη λύπη, ακολούθησε κι αυτός τους αιχμαλώτους από πίσω, αφού σκέφθηκε δύο κατεξοχήν πράγματα: ή να συγκακουχείται και να τους ανακουφίζει, αρκετά, από τη θλίψη ή να τους λυτρώσει, εντελώς, από τους κινδύνους και να τους επαναφέρει στην πατρίδα που τους έθρεψε». Με τα πολλά του δάκρυα έκαμψε την φυσική αγριότητα του αρχηγού των βαρβάρων ο οποίος «αφού προσκάλεσε το μακαριότατο Δημητριανό, παρέδωσε σ’ αυτόν και τα λάφυρα κι’ όλους ανεξαίρετα τους αιχμαλώτους κι’ έπειτα, με πολλή χαρά, τους εξαπέστειλε στην πατρίδα τους. Ο δε μακάριος, αφού έφτασε στην πατρίδα του μ’ όλο τον αιχμάλωτο λαό και δοξολόγησε μαζί τους το Θεό που τους είχε σώσει, τους έστειλε στα σπίτια τους, χαρούμενους και πανευτυχείς.

Agios Demetrianos 04

Ιερόν Παρεκκλήσιον Αγίου Δημητριανού Επισκόπου Χύτρων στο χωριό τερσεφάνου της Λάρνακας.

«Αφού δε έζησε ο μακάριος Δημητριανός, περίπου, γύρω στα ογδόντα χρόνια κι’ αφού πέθανε γέροντας και πλήρης ήμερων. Ο δε θάνατος του επήλθε κατά την έκτη του μηνός Νοεμβρίου, αφοί αποτάχθηκε μεν (τήν κοσμική ζωή) στα δεκαέξι του χρόνια, έζησε δε στην ασκητική παλαίστρα σαράντα χρόνια και διεύθυνε το θρόνο της επισκοπής των Χύτρων είκοσι πέντε. Το δε πολύτιμο του λείψανο κατατέθηκε στην εκκλησία που του εμπιστεύθηκε το Άγιο Πνεύμα. Και τώρα, είναι ορατό, κάθε μέρα, ν’ αναβλύζει πηγές μύρων, από τα όποια διώχνεται μακριά κάθε ασθένεια σ’ αυτούς που λαμβάνουν με πίστη, δραπετεύουν δαίμονες και πίνονται ως αποτρεπτικό φάρμακο όλων των παθών. Η δε άγια του ψυχή, αφού απομακρύνθηκε με χαρά από το σκήνωμα του, εισήλθε στις ουράνιες δυνάμεις, εμφανιζόμενη στο πρόσωπο του Κυρίου και, λαμβάνοντας, χωρίς εμπόδια, τις δωρεές που ζητεί απ’ Αυτόν. Για τούτο, έχοντας παρρησία προς Αυτόν που έχεις ποθήσει ολόψυχα, ιερότατε πάτερ, θυμήσου κι’ εμάς τους ανάξιους υμνητές σου και τερμάτισε τις εναντίον μας επαναστάσεις των ορατών και αόρατων εχθρών και προστάτευε, αιωνίως, τον κόσμο με τις πρεσβείες σου».

(Περισσότερα στο: Ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Δημητριανός Επίσκοπος Χύτρων (Κυθρέας) της Κύπρου. Ο Παλαιός βίος και ο Παρακλητικός Κανών αυτού. Έκδ. Ι.Ν. Αγίας Μαρίνης και Αγίου Νεκταρίου Χωρίου Τερσεφάνου, Λευκωσία-Κύπρος).

Είναι η Θεολογία ποιητική αδεία? (Παντελεήμων Τομάζος, Θεολόγος υπ. ΜΔΕ Δογματικής Θεολογίας)

$
0
0

Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι προς την θεογνωσία, όχι μόνο οι φιλόσοφοι, οι διδάσκαλοι, οι πεπαιδευμένοι και οι πλούσιοι στον λόγο [1]. Η αλήθεια πρέπει πάντοτε να περιγράφεται ευκρινώς, με απλό τρόπο απαλλαγμένη από βερμπαλισμούς, κενολογίες, πρωτοτυπίες, δοκισησοφίες και καινοφανεις λόγους. Σύμφωνα με τον απολογήτη και επίσκοπο του χριστιανισμού Θεόφιλο Αντιοχείας, ο ωραιοφανής κενός λόγος ευχαριστεί και τέρπει μόνο διεφθαρμένους ανθρώπους. Aντιθέτως, ο φίλος της αληθείας δεν προσέχει αυτούς του «μυαρούς» λόγους αλλά εξετάζει τι και ποιό είναι το έργο του λόγου [2]. Ο Μέγας Βασίλειος κατηγορεί τον Ευνόμιο ότι αντί των αγαθών της Βασιλείας του Θεού που αναμένουν τους ευσεβείς προτίμησε την φήμη, δηλαδή την δόξα και την ανθρωπαρέσκεια, εκ του ότι έγραψε αυτά που κανείς άλλος δεν τόλμησε να γράψει [3]. Σαφέστατα, έχει διατυπώθει από όλους τους θεοφθόγγους και θεηγόρους πατέρες ότι η πηγή κάθε αίρεσης είναι η επιστημονική οίηση, η φιλαρχία, ο εγωισμός, η κενοδοξία και η ματαιοδοξία [4].

Είναι αξιοσημείωτο να αναφερθεί πως η ίδια η λογική ικανότητα και κριτική σκέψη του ανθρώπου είναι λίαν καλή, δηλαδή θεόσδοτη. Οι πατέρες προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις διάφορες αιρέσεις και κακοδοξίες υιοθετούν στοιχεία, συλλαβές και λέξεις της περιρρέουσας πολιτισμικής ατμόσφαιρας της κάθε εποχής, στη συνέχεια τις μεταπλάθουν με τέτοιο τρόπο ώστε να εκφράζουν την εκκλησιαστική εμπειρία – μετοχή και διδασκαλία [5]. Όταν όμως η λογική επιχειρεί να ανικαταστήσει την θεολογία και την δογματική διδασκαλία της μίας ορθοδόξου καθολικής εκκλησίας, τότε αποκαλείται τεχνολογία (τέχνη του λόγου). Ουσιαστικά πρόκειται για παράχρηση της λογικής και όχι για την κατά φύσιν χρήση της, είναι ο λεγόμενος ορθολογισμός, ο οποίος είναι επιγέννημα και απότοκο της λογικής. Ο ορθολογισμός είναι εγκλωβισμένος στον παρόντα κόσμο, ο οποίος μερίζει και κατακερματίζει το επιστητό προκειμένου να το ερευνήσει. Ο ορθολογισμός είναι αναγκαίος και απαραίτητος για τις επιστήμες, καθώς με αυτόν το τρόπο προσπελάζεται και αποκτάται η επιστημονική και ακαδημαϊκή γνώση. Η θεολογία όμως η οποία είναι η νοηματοδότηση αυτού του κόσμου, δεν δύναται να υιοθετήσει έναν στυγνό ορθολογισμό, διότι η θεολογία και η φιλοσοφία ενώνει και ενοποιεί τα θρυμματισμένα από τις επιστήμες τεμάχια σε ένα όλον. Η θεολογία είναι ένας τρόπος σκέψης και ζωής, η ερμηνεία και η νοηματοδότηση αυτού του κόσμου.

Αυτό που πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι το γεγονός πως στην θεολογία δεν υπάρχει ποικιλία θεολογικών γραμμών, τεχνολογία, διγλωσσία [6] και ποιητική αδεία, ειδικά σε δογματικά ζητήματα. Ξεκάθαρα και με απλά λόγια κάθε θεολόγος οφείλει ως μέλος της Εκκλησίας να μεταφέρει την θεολογική γνώση των θεούμενων προφητών, αποστόλων και πατέρων με ξεκαθαρό τρόπο, προσαρμοσμένη στα μέτρα των δυνατοτήτων του κάθε ανθρώπου.

 

Παραπομπές:

1. Τατιανός, Λόγος προς Έλληνας, PG 6, 872B
2. Θεόφιλος Αντιοχείας, Προς Αυτόλυκον Α’, PG 6, 1024B
3. Μ. Βασίλειος, Ανατρεπικός Απολογητικού του Ευνομίου Α’, PG 29, 500C
4. Ν. Ξιώνης, Περί του Αγίου Πνεύματος, ότι και Θεός και εκ Θεού κατά φύσιν, εκδόσεις Έννοια, Αθήνα 2018, σελ. 36 – 37
5. Κλασικό παράδειγμα η χρήση του όρου ομοούσιος, από τους Καππαδόκες πατέρες.
6. Ιερόθεος Ναυπάκτου, Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος στην Κρήτη, θεολογικές και εκκλησιολογικές θέσεις, εκδόσεις Ιερά Μονή Αγίας Πελαγίας της Θεοτόκου, Λειβαδιά 2018, σελ. 179 – 196. Στις σελίδες αυτές ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος επισημαίνει πως στους οικουμενικούς διαλόγους χρησιμοποιείται μία γλωσσα διφορούμενη και καθόλου σαφής. Αυτή η διγλωσσία οδηγεί τους πιστούς σε σύγχηση και ενδεχομένως στον συγκριτισμό. Η μη γνώση των πατερικών κειμένων οδηγεί τους συμμετέχοντες σε αυτούς τους διαλόγους σε επισφαλή συμπεράσματα και σε σοβαρές παραθεωρήσεις της θεολoγίας.

Η άνευ όρων αποδοχή, η γνησιότητα και η ενσυναίσθηση στη προσωποκεντρική θεωρία (πρωτοπρεσβύτερος Ευστράτιος Καρατσούλης)

$
0
0

Παράλληλα στην διαδικασία αυτής της πορείας, μέσα στα πλαίσια της θεραπευτικής σχέσης, η διαμόρφωση ενός κατάλληλου κλίματος για την πρόοδο του πελάτη είναι ένας από τους στόχος του θεραπευτή. Ο Rogers θεώρησε ότι υπάρχουν τρεις στάσεις ή τρεις συνθήκες, οι οποίες διαμορφώνουν το ιδανικό περιβάλλον για τον πελάτη. Η άνευ όρων αποδοχή, η γνησιότητα και η ενσυναίσθηση αποτελούν αυτούς τους βασικούς παράγοντες, η παρουσία των οποίων είναι απαραίτητη για την δημιουργία ενός κατάλληλου κλίματος σε μια θεραπευτική σχέση. Οι παράγοντες δεν είναι τεχνικές, οι οποίες μαθαίνονται νοητικά. Ονομάστηκαν από τον Rogers στάσεις, το οποίο σημαίνει ότι πρέπει να είναι στο βίωμα και την εμπειρία του θεραπευτή, πρέπει να ξεπηδούν μέσα από την προσωπικότητά του, να είναι ήδη κτήμα του και να έχουν προηγηθεί οι κατάλληλες διεργασίες μέσα στον χαρακτήρα του για την ολοκλήρωσή του [177].

Η πρώτη στάση, η οποία είναι απαραίτητη στην θεραπευτική σχέση, είναι η γνησιότητα, ή συμφωνία ή αυθεντικότητα, όροι, οι οποίοι αναφέρονται στην δυνατότητα του θεραπευτή να είναι μέσα στην θεραπευτική σχέση ο ίδιος όπως στην πραγματικότητα και την καθημερινότητά του. O Rogers διαπίστωσε ότι δεν βοηθά καθόλου στην θεραπευτική σχέση ο θεραπευτής να προσποιείται πράγματα, τα οποία είναι ξένα και άγνωστα γι αυτόν. Πρέπει να έχει επίγνωση των εσωτερικών του διεργασιών, να βιώνει τα συναισθήματά του, να ταυτίζεται με αυτά, να απορρίπτει τα αρνητικά ή να τα εξωτερικεύει, όταν κρίνει ότι μπορούν να προάγουν την θεραπευτική σχέση. Το να είναι γνήσιος και αυθεντικός, χωρίς την προσθήκη προσωπείων ή επαγγελματισμού, μπορεί να δώσει την δυνατότητα στον πελάτη να φθάσει και να βιώσει την αυθεντικότητα και την γνησιότητα του δικού του εσωτερικού κόσμου. Ο θεραπευτής είναι απαραίτητο να γνωρίζει καλά τον εαυτό του και στην σχέση με τον πελάτη να μην είναι απόμακρος και αμέτοχος, αλλά πάντοτε έτοιμος να δείξει τον εαυτό του. Η διαφάνεια του θεραπευτή δεν αποτελεί πρόβλημα στην θεραπευτική σχέση αρκεί να είναι ο ίδιος ασφαλής, συγκροτημένος, ώριμος και ψυχοπνευματικά καλλιεργημένος [178]. Η γνησιότητα του θεραπευτή παίζει καταλυτικό ρόλο στην θεραπεία του πελάτη. Όταν ο πελάτης βλέπει τον εαυτό του να είναι αποδεκτός στην αυθεντικότητα και γνησιότητα του θεραπευτή, μπορεί να προχωρήσει στην αυτοαποδοχή και έπειτα στην αλλαγή [179].

O Rogers χρησιμοποίησε τον όρο διαφανής για να περιγράψει την αμεσότητα των συναισθημάτων του θεραπευτή, όταν είναι ο εαυτός του χωρίς κανένα επαγγελματικό προσωπείο. Συμπεριφέρεται ανοικτά με βάση τα συναισθήματα που βιώνει εκείνη την στιγμή, τα οποία είναι χρήσιμα και απαραίτητα στην πρόοδο της σχέσης του με τον πελάτη [180]. Αυτό είναι σημαντικό, διότι υπάρχει πλήρης ανταπόκριση αυτών που λέγονται με εκείνα που αισθάνεται ο θεραπευτής την ώρα της θεραπείας. Η αυθεντικότητα τέτοιων συμπεριφορών μπορεί να βοηθήσει τον πελάτη να βιώσει τέτοιες γνήσιες εμπειρίες και να τον παροτρύνουν να βιώσει αντίστοιχες δικές του γνήσιες και αυθεντικές εμπειρίες στην υπόλοιπη ζωή του [181].

Η αλήθεια στη θεραπευτική σχέση παίζει ένα σημαντικό ρόλο. Όταν η σχέση είναι αληθινή, τότε υπάρχει μεγάλη πιθανότητα στην αποκατάσταση του προσώπου του πελάτη. Η γνήσια αλήθεια που πηγάζει από τον θεραπευτή μπορεί να οδηγήσει στην αλήθεια της ψυχής του πελάτη. Η αλήθεια δεν μπορεί να είναι μόνο ευχάριστη αλλά και δυσάρεστη. Ακόμη και τότε όμως η αληθινή αναγνώριση των αρνητικών παραγόντων βοηθά στην αντιμετώπισή τους [182].

Με την γνησιότητα ακόμη διευκολύνεται η επικοινωνία και αποβαίνει γόνιμη η θεραπευτική σχέση. Όταν ο θεραπευτής έχει την ικανότητα να αναγνωρίσει τα συναισθήματα πίσω από τα λεγόμενα του πελάτη και να δείξει τον τρόπο πως να μην τα αγνοεί αλλά και ούτε να τα φοβάται, τότε ο πελάτης μέσα στην σχέση αισθάνεται άνετος και ασφαλής. Αυτή η αυθεντικότητα της σχέσης μπορεί να δώσει την δυναμική για μία ελεύθερη και γόνιμη επικοινωνία. Αντίθετα, εάν ο διάλογος γίνεται πίσω από προσωπεία, τότε τα μέλη της σχέσης είναι επιφυλακτικά και προσεκτικά [183].

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

Παραπομπές:

177. B. Thorne, Person-centered counselling : Christian and spiritual dimensions (London : Whurr, 1991) σ. 67.
178. Αλέξανδρος Κοσμόπουλος και Γρηγόρης Μουλαδούδης, ό.π., σσ. 67-68.
179. Carl Rogers, Ένας τρόπος να υπάρχουμε, ό.π., σ. 115.
180. Τόνυ Μέρυ, ό.π., σ. 148.
181. Carl Rogers, Ένας τρόπος να υπάρχουμε, ό.π., σ. 101.
182. Carl Rogers, Το γίγνεσθαι του προσώπου, ό.π., σ. 49.
183. Αλέξανδρος Κοσμόπουλος και Γρηγόρης Μουλαδούδης, ό.π., σσ. 70-71.

Το Πανηγύρι των Τρικάλων και η ζωή των Βλάχων (Σοφία Μπούμπα, Εκπαιδευτικός- Λαογράφος)

$
0
0

Στις 13 Σεπτεμβρίου (παραμονή της εορτής του Τιμίου Σταυρού) «άνοιγε» το Πανηγύρι των Τρικάλων. Το πανηγύρι αυτό πραγματοποιούνταν μια φορά το χρόνο και είχε διάρκεια μιας εβδομάδας. Κατά τη διάρκειά του πραγματοποιούνταν πλήθος εμπορικών συναλλαγών και πολιτιστικών γεγονότων. Μπορούσε κανείς να αγοράσει από ρούχα μέχρι γλυκά και ζώα κ.ο.κ. Στήνονταν ταβέρνες, έπαιζαν κλαρίνα. Το πανηγύρι αυτό ήταν πολύ σημαντικό για τους κτηνοτρόφους γιατί εκεί κλείνονταν συμφωνίες για α) ενοικίαση χειμερινών βοσκοτόπων, β) αγορά ζωοτροφών για τα χειμαδιά, γ) συνεργασία με εμπόρους γάλακτος [49]. Πρέπει να επισημάνουμε ότι αν και οι συμφωνίες ήταν προφορικές είχαν κύρος (Γκόλιας, 2004). «Ο λόγος ήταν συμβόλαιο τότε. Δεν ήταν ό, τι να ‘ναι τώρα.» (Δ.Μ, ΣΥΝ.11).

«Το πανηγύρι των Τρικάλων άνοιγε 13 Δε… Σεπτεμβρίου, την ημέρα, την παραμονή του Σταυρού. (…) Που είναι της Σταυροπροσκυνήσεως… (…) Άνοιγε το πανηγύρι για 8 μέρες. (…) Πηγαίνανε και βρίσκανε αυτοί που δεν είχανε χτήματα για να ξεχειμάσουνε, για να βρουν χτήμα για να πάρουν τον χειμώνα για τα πρόβατα, τσομπάνο, το ‘να, τ’ άλλο, ζωοτροφές.» (Α.Ν, ΣΥΝ.30, ΑΠ.12)

«Βγαίνανε στο παζάρι στα Τρίκαλα (…) Και εδώ στο Μέτσοβο ήτανε πολλοί που πηγαίνανε (…) Και αυτοί από ‘κει πηγαίνανε στα Τρίκαλα, γινόταν το παζάρι των ζώων.» (Ε.Δ, ΣΥΝ.30, ΑΠ.13)

«Τότε τα πάντα γινόταν με ένα λόγο. Ούτε συμβολαιογράφο, ούτε δικηγόρο.» (Γ.Δ.Μ, ΑΠ.14)

Άλλη μια σπουδαία διαδικασία που ελάμβανε τόπο στο Πανηγύρι των Τρικάλων ήταν το ρούγκιασμα/ ρούγισμα/ ρόγιασμα κατά την οποία οι μεν τσελιγκάδες και σμίχτες έψαχναν για υπαλλήλους ή συνεργάτες, οι δε τσοπάνοι για εργοδότη [50]. Δυντατότητα ρουγκιάσματος δεν είχαν όλα τα τσελιγκάτα. Τα μικρότερα τσελιγκάτα δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά υπό το βάρος των εξόδων που συνεπάγονταν οι προσλήψεις των τσοπάνων. Άλλα τσελιγκάτα μεσαίου μεγέθους αναγκάζονταν πολλές φορές να μισθώσουν υπαλλήλους ελλείψει εργατικού δυναμικού. Συνεπώς, το ρούγκιασμα γινόταν κυρίως από μεγάλα τσελιγκάτα, που είχαν οικονομική άνεση, τους ανήκε ένα μεγάλο ζωϊκό κεφάλαιο και ταυτόχρονα είχαν ανάγκη από εργατικά χέρια (Γκόλιας, 2004).

Ο Γ.Δ.Μ ανέφερε ότι οι τσελιγκάδες παλαιότερα ξεχώριζαν από τους τσοπάνους καθώς «φέραν διακριτικό» (ΑΠ.17). Οι πρώτοι κρατούσαν στο χέρι τους κλίτσα κι ένα μεγάλο κομπολόι, ενώ οι δεύτεροι μόνο κλίτσα. Έτσι γινόταν φανερό το κοινωνικό status των ανθρώπων αυτών και ήταν σαφές σε ποιόν έπρεπε να απευθυνθεί ο καθένας. Η συμφωνία έκλεινε τις περισσότερες φορές επιτόπου, με το που καθοριζόταν η ρούγκα. Ο εργοδότης έδινε προκαταβολή στον τσοπάνο για να τον δεσμεύσει. «Η προκαταβολή ήταν σαν αρραβώνας.» (Κ.Δ.Μ, ΑΠ.18). Η ρούγκα είχε ισχύ ένα εξάμηνο, από την εορτή του Αγίου Δημητρίου ως του Αγίου Γεωργίου. Αν ήταν ευχαριστημένες κι οι δυο πλευρές, εργοδότες και υπάλληλοι, τότε ανανέωναν την σύμβασή τους του Αγίου Γεωργίου με τους ίδιους ή διαφορετικούς όρους (Χατζημιχάλη, 2010). Οι περιπτώσεις να χαλάσει η συμφωνία κατά τη διάρκεια της σύμβασης ήταν μάλλον σπάνιες. Ούτε ο ρουγκιασμένος τσοπάνος είχε το δικαίωμα να αποχωρήσει πριν τη λήξη της σύμβασης, αλλά ούτε ο τσέλιγκας είχε το δικαίωμα να αθετήσει το λόγο του όσον αφορά τα οφειλόμενα προς τον ρουγκιασμένο τσοπάνο (Γκόλιας, 2004).

«Κάποιος χρειάζονταν έναν τσομπάνο, εσύ ενδιαφερόσουν να πάρεις τη ρόγα και έτσι γινόταν η συμφωνία. Και αυτό γινόταν ανά εξάμηνο. Απ’ τον Άγιο Δημήτριο μέχρι τον Άγιο Γιώργη κι απ’ τον Άγιο Γιώργη μέχρι τον Άγιο Δημήτριο. Εκεί άμα ταίριαζες συνέχιζες στον ίδιο, ή άμα σε χρειάζονταν. Αν όχι, άλλαζες τον Άγιο Γιώργη, έφευγες και πήγαινες αλλού.» (Β.Τ, ΣΥΝ.31, ΑΠ.19).

«Αλλάζανε. Δεν ήταν πάντα ο ίδιος τσομπάνος. Δεν ήθελε ο ίδιος. Άλλη φορά είχανε 3- 4 χρόνια ‘μεις τσομπάνη άλλα όχι, αλλάζαμε όμως.» (Χ.Μ, ΣΥΝ.17, ΑΠ.20)

«Αυτοί δυο φορές τον χρόνο μισθωνότανε δηλαδή, κλείνανε ας πούμε του Αγ.Δημητρίου για ένα εξάμηνο μέχρι του Αγ.Γεωργίου. Του Αγ.Δημητρίου κλείναν συμφωνίες σε ποιο κοπάδι θα πηγαίνανε. (…) Και λέγανε, ας πούμε, για τον χειμώνα, ας πούμε «Θα ‘ρθείς σε μένα.» για παράδειγμα. Συμφωνούσανε ας πούμε τον μισθό, και μετά ας πούμε αυτός ερχόταν του Αγ.Δημητρίου και είχε υποχρέωση να κάτσει μέχρι του Αγ.Γεωργίου. Τότε γινότανε η… Εμείς όμως είχαμε… αυτούς που είχαμε περισσότερο δηλαδή ερχότανε χρονικής. Ερχότανε χρόνια δηλαδή. Κάποιους τους είχαμε πολλά χρόνια, ας πούμε. Δηλαδή, εντάξει, γινόταν ανανέωση… (..) Όταν ενδιαφερόμασταν ας πούμε, κι αυτός ενδιαφερόταν και δεν ήθελε να πάει κάπου αλλού, ή αν ήθελε να πάει κάπου αλλού και … για τον Α ή Β λόγο, να πήγαινε, ξέρω ‘γω, ένα εξάμηνο κάπου αλλού και μετά μπορεί να ξαναερχόταν πάλι σε μας. Είχαμε και τέτοιες περιπτώσεις. (…) Τώρα τα τελευταία χρόνια, ας πούμε, δεν υπήρχαν νέοι άνθρωποι, ας πούμε και όλοι αυτοί ήταν ηλικιωμένοι. Αυτοί οι ηλικιωμένοι δεν θα βρίσκαν και πουθενά αλλού δουλειά, ας πούμε, ούτε ήταν για να κάνουν κάποια άλλη δουλειά. Δεν ξέραν άλλη. Αυτοί τώρα είχαν περισσότερο παίρναν το κοπάδι να το βοσκήσουν και αρμέγανε ας πούμε. Αυτό. Δεν είχανε… Αλλά ήταν λίγο δύσκολο τα τελευταία χρόνια, ας πούμε μέχρι που ‘ρθαν οι Αλβανοί.» (Γ.Μ, ΣΥΝ.8, ΑΠ.21)
«Ε, τον έπαιρνες τον άλλον και είτε τον ‘ξέραν από ‘κει… ό,τι σου βγει. Βγήκε καλός καλώς. Δεν βγήκε, θα περάσει ο καιρός και θα φύγει και θα πάρεις άλλους.» (Γ.Μ, ΣΥΝ.7, ΑΠ.22)

«Στα μισά του όχι, όχι. Όταν τελείωνε η θητεία του τότε έφευγε. Δεν σου ήταν χρήσιμος, δεν τον ξαναέπαιρνες για το άλλο εξάμηνο. Άμα σου ήταν χρήσιμος τον κρατούσες.» (Σ.Ζ, ΣΥΝ.7, ΑΠ.23)

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

Παραπομπές:

49. Η συνεργασία αυτή είχε διάρκεια από την περίοδο έναρξης της γαλακτοπαραγωγής, μετά τον απογαλακτισμό των αρνιών (Ιανουάριο), μέχρι τα μέσα Μαΐου, όπου αναχωρούσαν οι κτηνοτρόφοι που ξεχείμαζαν στη Θεσσαλία για τα χωριά τους.
50. Η εύρεση τσέλιγκα δεν ήταν εύκολη υπόθεση όπως μαρτυρεί ο Β.Τ διότι υπήρχε πολύ μεγάλη προσφορά τσοπάνων πριν τη Μεταπολίτευση. Τόση ήταν η προσφορά που υπήρχαν Μετσοβίτες τσοπάνοι που ξενιτεύτηκαν στην Αττική, σε άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου και στις ΗΠΑ για να εργαστούν ως τσοπάνοι.

«Σκληρή ζωή, γιατί και αυτοί οι τσοπαναραίοι που είχαν και από λίγα πρόβατα είχαν μεγαλύτερη δυσκολία να βρούνε να ξεχειμωνιάσουν, γιατί αυτός που δεν είχε καθόλου πρόβατα στο κάτω- κάτω αν έμενε και καμιά φορά δεν είχε να χάσει τίποτα, ενώ τα πρόβατα τι να τα κάνεις; Εδώ πέρα ήταν αδύνατον να ξεχειμωνιάσει οπότε έπρεπε να πας στα χειμαδιά. Και κάθε φθινόπωρο πολλοί από αυτούς που είχαν λίγα πρόβατα είχαν δυσκολία ας πούμε το να βρούνε που θα πάνε να περάσουν τον χειμώνα. (Πήγαιναν) με κάποιον τσέλιγκα. ‘Κει ήταν το πρόβλημα, πολλοί ζορίζονταν να σου πω. Βέβαια, ο πατέρας μου, όχι για να το παινευτώ, ήταν από αυτούς που τον ζητούσαν, γιατί ήταν ευσυνείδητος, ήσυχος, ήταν γενικά καλός στην δουλειά του και τον ζητούσανε, δεν είχε τέτοιο πρόβλημα, αλλά κάποιοι δυσκολεύονταν, γιατί τσομπαναραίοι υπήρχε μεγάλη προσφορά τότε. Ήταν πάρα πολλοί, αφού πολλοί που δεν είχαν πρόβατα πήγαιναν και αλλού στον κάμπο αυτού στους Γκαραγκούνηδες και πήγαιναν ρουγιάζονταν τσομπαναραίοι, μέχρι και στην Αττική πήγαιναν. (…) Μέχρι την Αμερική πήγαν για τσομπαναραίοι. (…) Για τσομπάνηδες πήγαν δυο στην Αμερική. Φύγαν από δω το ’65. Ο ένας είναι γείτονάς σας. Ο Χρήστος ο Βαδεβούλης. (…) Ο Χρήστος με τον Τόλη του Τόδη απ’ το Μέτσοβο πήγαν με σύμβαση και πήγαν στην Αμερική για να βοσκήσουν πρόβατα. Βέβαια εκεί πρόβατα πολλά, μεγάλα κοπάδια, με το άλογο καβάλα πηγαίναν. (…) Το ’65 έφυγαν από δω.» (Β.Τ, ΣΥΝ.31, ΑΠ.15)

«Ο Χρήστος στην αρχή κτηνοτρόφος και μετά έφυγε. Δεν του άρεγε αυτουνού. Ήταν καλός στα ζώα, τα αγαπούσε πολύ, αλλά μετά έφυγε, πήγε στην Αθήνα, στην Αττική, στη Θήβα που ήταν τσομπάνηδες τότε. Πήγε ένα χρόνο στην Θήβα. Ε τι ήμασταν; Παίρναν εμάς οι γονείς μας στα πρόβατα και τα άλλα ήθελαν να βγάλουν μεροκάματο. Πήγε ένα χρόνο στην Θήβα που παίρνανε τσομπάνηδες για τα πρόβατα που ‘χαν εκεί…» (Α.Γ, ΣΥΝ.27, ΑΠ.16)

Yποδοχή της ιεράς Eικόνας Παναγίας της Τριχερούσας στη Νεάπολη Θεσσαλινίκης

What is the Church? (Panteleïmon Tomazos)

$
0
0

What is the Church? How do we define it? The Church and life are hard to define, because what’s defined is confined. The Church can be described only through the language of images, such as a vine, the body of Christ or the flock of rational sheep. When we here the word ‘Church’, an image of the clergy often comes to mind, automatically and instinctively. Consciously or unconsciously we privately equate the Church with bishops and clergy while at the same time accepting an inferior role for the people, who are under the dominant authority of the priest or leaders. Those who accept these confused notions don’t realize that they’re the product of Western theology and are far removed from our Orthodox tradition. For Orthodox tradition, any such separation between clergy and laity into two classes within the one, indivisible Church is unthinkable. The Church doesn’t consist of the clergy alone, nor the laity alone, but rather both groups are joined and united in one body with the Lord Jesus Christ as its head.

The Church isn’t an organization, an association for religiously-minded people, a group of people with metaphysical interests, a sect of the chosen who, at some time in the future will rejoice over the perdition of those condemned to hell, nor is it a social club aimed at material contentment and good works. The Church is the communion of rational and intelligent beings with God, the body of those who accept the divinity of Jesus of Nazareth. Saint Maximos the Confessor writes that ‘the Church is the type and image of God, since it has the same task as Him’[1]. Just as God puts together all the elements in nature and holds them together, creating a world of complete harmony and incomparable beauty, so the Church unifies countless numbers of people under the gaze of the Almighty. The unity and peace offered by God are based on faith. ‘In this way all people are united and grow together in the simple and indivisible grace of faith’[2]. The Church is actual communion between God and us, not an institution, a means that leads to participation in God. Of course, the Church does have its institutional side, but this is not all it is.

The Church is one, it’s catholic and it’s apostolic, which means that it has its roots in the manifestations and revelations of the Holy Trinity. ‘The Church is creation itself’[3], which means that God is known only within the creation and history, because it’s there that He’s revealed. It’s impossible for people to overcome the limitations of their created nature and to be drawn upwards into supramundane and supracelestial spheres. First, God comes to the world, then human beings turn to Him through their free will. So since there’s one reality, one creation, it follows that there’s one Church. Theologically it’s unacceptable to say that there are many Churches which conceive of God in different ways. Acceptance of many Churches would mean acceptance of multiple realities, which is nonsensical, impious and absurd. The truth always has priority, not its representation or interpretation. Salvation is to be found only within the Church; that is, only when we follow the Church’s way of life are we saved. In this way, people who don’t know Christ, but follow the Christian path of love will be judged in accordance with their conscience and will be saved.
There are some contemporary theologians who, under the pretence of interest in the salvation of the whole world, characterize Churches as aberrations of Christianity (the thousands of Protestant offshoots and confessions, and Roman Catholicism). They’re unable to understand the fact that the Church is reality itself- the creation, the relationship and communion between the triune God and humankind. It’s not the acceptance of some abstract, transcendental, divine and holy being with whom we’re called upon to enter into communion through a variety of ways and means. We should note that the exclusivity of the truth is the equivalent to acceptance of the one, sole Church. All Christian confessions have a form of institutional organization, but that doesn’t make them Churches. Only those people who identify the Church with the clergy and with administrative (not charismatic) authority in general are able to accept the existence of many ‘Churches’.

 

[1] Maximos the Confessor, Μυσταγωγία, PG 91, 664D
[2] Ibid 668A.
[3] Ibid p. 259.

Το μυστήριο της μετανοίας και εξομολογήσεως (Δημήτριος Παναγόπουλος, Ιεροκήρυκας († 1982))

$
0
0

Ο μακαριστός ιεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος μιλάει για το μεγάλο μυστήριο της μετανοίας, την ιερά εξομολόγηση, που είναι ένα δώρο του Θεού στον πλανηθέντα από την αμαρτία άνθρωπο.

 

Ο Γέροντας Σίμων έστειλε ένα μεγάλο φως και μου έφεγγε!

$
0
0

Γέροντας, π. Σίμων Αρβανίτης.

Κάποτε η κόρη μου αρρώστησε και έκανα ένα τάμα στον Άγιο Παντελεήμονα.
– Άγιε μου Παντελεήμονα, θάρθω με τα γόνατα από την πύλη του Μοναστηριού μέχρι επάνω.

Ένα χειμωνιάτικο Σαββάτο, μ’ έφερε ο ταξιτζής και μ’ άφησε στην πύλη. Εκείνος προχώρησε. Πήγε στον Παππούλη και του είπε η τάδε κυρία έρχεται.
Μόλις έφθασα στη μέση του δρόμου, ένα μεγάλο φως μού έφεγγε. Δεν ήθελα να είχε φεγγάρι, γιατί δεν ήθελα να με ιδεί κανείς.

Πήγαινα με το κεφάλι σκυμμένο γιατί νόμιζα, ότι με κοιτάζουν από πάνω. Όταν πήγα στο Γέροντα του είπα:
– Βγήκε και το φεγγάρι και με φώτιζε για να έρθω.
Γέλασε.

– Παιδί μου, μου είπε, για κοίταξε έξω καλά, έχει φεγγάρι; Ποιο φεγγάρι ήταν που σε φώτιζε;
– Ανέβηκα τον δρόμο χωρίς να το καταλάβω.
– Ναι, παιδί μου, καλό φεγγάρι ήταν αυτό.

Βγήκα έξω να δω το φεγγάρι και ήταν μια χειμωνιάτικη νύχτα, χωρίς φεγγάρι!

 

Μαρτυρία από το βιβλίο του Μοναχού Ζωσιμά, “Ιερομόναχος Σίμων Αρβανίτης (1901-1988), Η ζωή και το έργο του”.

Η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών τιμά τον Μακεδονικό Αγώνα και τους Βαλκανικούς Πολέμους

$
0
0

Η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών τιμά τον Μακεδονικό Αγώνα και τους Βαλκανικούς Πολέμους με πανηγυρική εκδήλωση τη Δευτέρα, 12 Νοεμβρίου 2018 και ώρα 18.30 στην Αίθουσα Διαλέξεων της Εταιρείας. Τον πανηγυρικό θα εκφωνήσει ο κ. Ιωάννης Κ. Μαζαράκης-Αινιάν, Γεν. Γραμματεύς της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, υιός του Μακεδονομάχου Κωνσταντίνου Μαζαράκη-Αινιάν, με θέμα: «Μακεδονικός Αγώνας». Θα ακολουθήσει η ανακήρυξη του ομιλητή ως Αντεπιστέλλοντος Μέλους της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.

Φλογέρες με τρία τυριά λιαστές ντομάτες και μυρωδικά

$
0
0

Υλικά
1 μεγάλο αβγό
3/4 φλ κεφαλοτύρι, τριμμένο
3/4 φλ κασέρι, τριμμένο
1/4 φλ φέτα, θρυμματισμένη
2 κ.σ. λιαστές ντομάτες σε ελαιόλαδο, στραγγισμένες, λεπτοκομμένες
2 κ.γ. φρέσκα φύλλα θυμάρι
1 κ.γ. φρέσκια μαντζουράνα, κομμένη
1/4 κ.γ. λευκό ή μαύρο πιπέρι, τριμμένο
1 πακέτο φύλλα κρούστας
160 γρ βούτυρο, λιωμένο, για άλειμμα

Διαδικασία
Προθερμαίνουμε το φούρνο στους 180 C.

Σε ένα μπολ μεσαίου μεγέθους χτυπάμε το αβγό, μέχρι να αφρατέψει.

Ρίχνουμε το κεφαλοτύρι, το κασέρι, τη φέτα, τις λιαστές ντομάτες, το θυμάρι, τη μαντζουράνα, το πιπέρι και ανακατεύουμε.

Καλύπτουμε το μπολ και βάζουμε στο ψυγείο μέχρι να χρησιμοποιήσουμε τη γέμιση.

Ξεδιπλώνουμε τα φύλλα κρούστας στην επιφάνεια εργασίας  και κόβουμε κάθετα και οριζόντια σε 4 κομμάτια, όλα τα φύλλα ταυτόχρονα.

Παίρνουμε 3 φύλλα το ένα επάνω στο άλλο και σκεπάζουμε τα υπόλοιπα, ώστε να μην ξεραθούν.

Με ένα πινέλο βουτυρώνουμε ελαφρά με το λιωμένο βούτυρο.

Βάζουμε 1 γεμάτη κ.σ. γέμιση στο τέλος κάθε λωρίδας, αφήνοντας 2,5 εκ. κενό από τα άκρα και γυρίζουμε το φύλλο, που περισσεύει αριστερά και δεξιά, προς τα μέσα και πάνω από τη γέμιση.

Διπλώνουμε ρολάροντας από τη μία γωνία μέχρι την άλλη, δημιουργώντας μία φλογέρα.

Αλείφουμε την άκρη του φύλλου με λίγο βούτυρο για να κολλήσει.

Βάζουμε στο ταψί, αφήνοντας λίγη απόσταση.

Επαναλαμβάνουμε τη διαδικασία με όλα τα φύλλα για να πάρουμε 15 φλογέρες.

Απλώνουμε βούτυρο πάνω στις φλογέρες,  ψήνουμε για 20-25 λεπτά, μέχρι να ροδίσουν και να γίνουν τραγανές.

Μεταφέρουμε τις φλογέρες μας σε μια πιατέλα και τις σερβίρουμε ζεστές.

 

Πηγή: dimitrisskarmoutsos.gr

Open a grave! (Saint Luke the Doctor)

$
0
0

We shouldn’t be like flies, but like bees which buzz from flower to flower collecting pollen to make honey. We, too, should make honey, paying attention only to the good in others. Concerning those who condemn and speak badly about others, the psalmist and prophet David says: ‘their throat is an open grave’ (Ps. 5, 10). Open a grave and you’ll see the filth and stench that’s in it. The same stench, spiritual stench, comes from our mouth when we censure other people.

Η Ναυμαχία των Σπετσών στο «ΕΝΟΡΙΑ εν δράσει»

$
0
0

Ένα ιστορικό γεγονός, που όμως το σκεπάζει η Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Εκδήλωση αφιερωμένη στη μεγάλη ναυμαχία των Σπετσών στις 8-9-1822 και την παρέμβαση της Υπεραγίας Θεοτόκου, που έσωσε το νησί από βέβαιη καταστροφή, πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 2 Νοεμβρίου, στο Πνευματικό Κέντρο του Ιερού Ναού Ευαγγελιστρίας Πειραιώς, στο πλαίσιο του προγράμματος «ΕΝΟΡΙΑ εν δράσει…».
Κεντρικός ομιλητής ήταν ο Ιστορικός και Θεολόγος π. Ανδρέας Κουμπής που παρουσίασε τα γεγονότα της εποχής.

Πρόκειται για ένα ιστορικό γεγονός, που όμως το σκεπάζει η Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Περιγράφοντας τα γεγονότα, ο π. Ανδρέας ξεκίνησε την αναφορά του από την Κυριακή των Βαΐων, στις 3 Απριλίου του 1821, όταν το νησί των Σπετσών επαναστάτησε πρώτο απ’ όλα τα Ελληνικά νησιά.
Μετά την ορκωμοσία των καπεταναίων και την ύψωση της επαναστατικής σημαίας του νησιού σε όλα τα πλοία και τα κτίρια, δύο ναυτικές μοίρες αποπλέουν από το νησί για να αποκλείσουν και να κυριέψουν δύο μεγάλα και στρατηγικής σημασίας φρούρια,  του Ναυπλίου και της Μονεμβασίας.
Έτσι αποκλείονται τα δύο φρούρια. Το μεν Ναύπλιο από μοίρα Σπετσιώτικων πλοίων με επικεφαλής τον «Αγαμέμνονα» στον οποίο επιβαίνει η Καπετάνισσα Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα. Πλοίαρχος στο πλοίο, ήταν ο γιός της Γιάννος Γιάννουζας.
Το δε φρούριο της Μονεμβασίας, απέκλεισε ο Ναύαρχος Γεώργιος Πάνου, με το πλοίο του «Σόλων».
Μετά τις Σπέτσες, σε σύντομο χρονικό διάστημα επαναστάτησαν κατά σειρά και άλλα δύο ναυτικά νησιά.
Τα Ψαρά στις 10 Απριλίου 1821, ανήμερα το Πάσχα, με υποκινητή τον Σπετσιώτη Γκίκα Τσούπα και η Ύδρα στις 17 Απριλίου 1821, Κυριακή του Θωμά, με τον Υδραίο Οικονόμου.
Στη συνέχεια αναφέρθηκε σε κάποια ιστορικά γεγονότα του 1822, που προηγήθηκαν της Ναυμαχίας των Σπετσών, αλλά διαμόρφωσαν ένα κλίμα.
«Το πρώτο γεγονός, ήταν η ναυμαχία του Πατραϊκού Κόλπου. Προς το τέλος του Ιανουαρίου απέπλευσε ο τουρκικός στόλος από τα Δαρδανέλια και στις 2 Φεβρουαρίου αγκυροβόλησε στον Πατραϊκό.
Τα τρία νησιά που είχαν επαναστατήσει, οργάνωσαν την επίθεση τους και με 63 πλοία αγκυροβόλησαν αρχικά στο Μεσολόγγι και στις 20 Φεβρουαρίου, έκαναν κατά μέτωπο επίθεση και απώθησαν τον εχθρικό στόλο προς το λιμάνι της Ζακύνθου.
Ήταν η πρώτη νικηφόρα ναυμαχία του ελληνικού στόλου, χωρίς την χρήση πυρπολικών».
Ένα δεύτερο περιστατικό, ήταν η επανάσταση της Χίου. Μετά από μια εντελώς βιαστική κίνηση, το νησί της Χίου επαναστατεί για δεύτερη φορά. Η πρώτη είχε γίνει λίγο μετά την κήρυξη της επανάστασης.
Οι Τούρκοι καταπνίγουν την επανάσταση την Μεγάλη Εβδομάδα του 1822. Οι νεκροί υπολογίζονται σε 23.000 και οι αιχμάλωτοι σε 50.000. Από τις 113.000 Χιωτών, μόνο μερικές χιλιάδες εξαθλιωμένων παραμένουν στο νησί. Πολλοί διασκορπίζονται στα ελεύθερα νησιά Ύδρας, Σπετσών και Σύρου και αλλού.
Η εκδίκηση πάρθηκε από τον Κανάρη στις 6 Ιουνίου, όταν κατέστρεψε την τουρκική ναυαρχίδα έξω από το λιμάνι της Χίου
Επόμενο γεγονός ήταν μία νέα διπλή επιχείρηση από ξηρά και θάλασσα, για να καταπνιγεί η Επανάσταση.
«Από ξηρά ο Δράμαλης ξεκίνησε από την Λάρισα για να φτάσει στην Τρίπολη. Τον ανέλαβε ο Κολοκοτρώνης και η στρατιά του Δράμαλη αποδεκατίστηκε στα Δερβενάκια.
Από θάλασσα, η τουρκική αρμάδα, για να διαλύσει τον ελληνικό στόλο των τριών νήσων, πέρασε ανοιχτά από τις Σπέτσες, παρέπλευσε την Πελοπόννησο και αγκυροβόλησε στην Πάτρα. Δεν πλησίασε να στηρίξει τον Δράμαλη, ο οποίος έπαθε πανωλεθρία και πέθανε στην Κόρινθο».
Το νησί των Σπετσών έχει ήδη οχυρωθεί με παράκτια κανονιοστάσια. Ο πληθυσμός έχει μεταφερθεί στην γειτονική Ύδρα.
Στο νησί μένουν περί τους 70 αγωνιστές, υπό τον Χατζηγιάννη Μέξη, ορκισμένοι να πεθάνουν υπερασπιζόμενοι το νησί τους.
Μπροστά στον πανίσχυρο τουρκο-αιγυπτιακό στόλο, παρατάσσονται για να τον αντιμετωπίσουν τα πλοία των τριών νήσων Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών.
Η Ναυμαχία άρχισε στις 11 το πρωί και τελείωσε στις 6 το απόγευμα. Παρά την επιμονή του, ο εχθρικός στόλος δεν κατάφερε να διασπάσει το μέτωπο του ελληνικού στόλου των τριών νησιών και να αποβιβάσει στρατεύματα για να κάψει το νησί.
«Οι Σπετσιώτες, που παρακολουθούσαν τη Ναυμαχία από τα βράχια της Ύδρας, βλέποντας τους καπνούς, νόμιζαν ότι κάηκε το νησί τους και θρηνούσαν σπαρακτικά.
Τις απογευματινές ώρες, ένας γενναίος Σπετσιώτης, ο Κοσμάς Μπαρμπάτσης, κυβερνήτης πυρπολικού, τολμά να ορμήσει για να κάψει την τουρκική ναυαρχίδα.
Οι Τούρκοι βλέποντας την κίνηση αυτή, αν και διατηρούσαν την υπεροχή των όπλων και των πλοίων, αποφασίζουν να αποσυρθούν στο ανοιχτό πέλαγος και χάνονται».
Ήταν 8 Σεπτεμβρίου, ανήμερα του Γενεθλίου της Θεοτόκου. Οι Σπετσιώτες ύμνησαν τον πυρπολητή του Κοσμά, ως καταλύτη και αίτιο του τέλους της μεγάλης Ναυμαχίας, αλλά θεώρησαν και πίστεψαν ότι η σωτηρία του νησιού τους βασικά οφείλεται στην σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου που εόρταζε την μέρα εκείνη και της αποδόθηκε η ονομασία «Αρμάτα».
Από τότε το νησί εορτάζει κάθε χρόνο στις 8 Σεπτεμβρίου, με ευχαριστήριους ύμνους στη Θεοτόκο που το σκέπασε και το έσωσε από την βάρβαρη επιδρομή και τιμώντας τους ένδοξους υπερασπιστές του.

Του Σταμάτη Μιχαλακόπουλου

Την εκδήλωση μπορείτε να παρακολουθήσετε εδώ:

 

Παρουσίαση του βιβλίου του H. Tristram Engelhardt, «Μετά Θεόν: Ηθική και Βιοηθική στον αιώνα της εκκοσμίκευσης»


Tί απαντούν οι μαθητές που αποβλήθηκαν για το Μακεδονία Ξακουστή (βίντεο)

$
0
0

Την απόλυτη βεβαιότητα ότι δεν έπραξαν τίποτα το μεμπτό, επισημαίνουν οι μαθητές του 1ου Γενικού Λυκείου Γέρακα και οι συμμαθητές τους που τούς συμπαραστέκονται, σχετικά με την ποινή που τους επιβλήθηκε επειδή παρέλασαν τραγουδώντας το «Μακεδονία ξακουστή», στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου!

Μιλώντας στο notioanatolika.gr εκπρόσωπος των μαθητών έκανε σαφές ότι θέλησαν να παρελάσουν τραγουδώντας το συγκεκριμένο τραγούδι «χωρίς να προσβάλλουμε καμία εθνικότητα, κανένα λαό, χωρίς να εκπροσωπούμε κάποια κόμματα ή οργανώσεις. Εκπροσωπούσαμε καθαρά τους εαυτούς μας σαν Έλληνες και μαθητές λυκείου».

«Δεν θεωρώ δικαιολογημένα την ποινή που μας επιβλήθηκε.

Δεν συμφωνεί κανείς με αυτήν, ούτε οι μαθητές, ούτε ο σύλλογος γονέων, ούτε ο δήμαρχος της περιοχής» πρόσθεσε ο ίδιος μαθητής.

«Θέλαμε χρόνια να το κάνουμε αυτό μας τρενάρανε όμως κάποιοι καθηγητές, με εξαίρεση δύο, οι οποίοι μας παρότρυναν να το κάνουμε.

Φέτος είμαστε στην τελευταία χρονιά (σ.σ. Γ’ Λυκείου), είμαστε πιο κατασταλαγμένοι, γνωρίζουμε τί θέλουμε, ξέρουμε τα “πιστεύω” μας», συμπλήρωσε για να καταλήξει:

«Το Μακεδονικό είναι ένα μείζον ζήτημα της εποχής. Ως… πατριωτάκια μας εκφράζει και θέλαμε να πούμε τη γνώμη μας σε μια παρέλαση. Στην οποία δεν εκπροσωπούσαμε το 1ο ΓΕΛ αλλά την πατρίδα μας της Ελλάδα και τιμούσαμε τους προγόνους που έχουν κάνει ό,τι έχουν κάνει για μας».

Παρακολουθείστε στο βίντεο του notioanatolika.gr που ακολουθεί τις δηλώσεις του μαθητή του 1ου ΓΕΛ Γέρακα ο οποίος μίλησε εκπροσωπώντας το σύνολο των συμμαθητών του και οι οποίοι τον καταχειροκρότησαν:

Πηγή: skai.gr

 

Λαμπρό δείγμα αγάπης του ιστορικού «Βαυαρικού Χορευτικού Συλλόγου Βαρελάδων Ασχάιμ» (Schäfflertanz Aschheim), προς τον Σύλλογο «Γυναίκες χωρίς σύνορα» της Λέρου (Αρχιερατικός Επίτροπος Βαυαρίας, Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου π. Απόστολος Μαλαμούσης)

$
0
0

Το έτος 1517 η χολέρα μάστιζε τη πόλη του Μονάχου και τη γύρω περιοχή με εκαντοντάδες θύματα, καθημερινά. Οι κάτοικοι του Μονάχου από φόβο να μην κολλήσουν την αρρώστεια, παρέμειναν επί εβδομάδες και μήνες κλεισμένοι μέσα στα σπίτια τους, δεν κυκλοφορούσαν στο δρόμο και η τροφοδότηση της αγοράς με αγροτικά προιόντα και με άλλα τρόφιμα ήταν άκρως προβληματική έως αδύνατη. Παντού υπήρχε πόνος, θλίψη και οσμή θανάτου. Ο εγκλεισμός των κατοίκων μέσα στα υγρά και σκοτεινά σπίτια ηύξανε τη διάδοση της χολἐρας.

Στη τραγική αυτή περίοδο ένας κατασκευαστής βαρελιών είχε την ιδέα να βγεί στους δρόμους με άλλους συναδέλφους του βαρελάδες και να χορέψουν, με σκοπό να παρακινήσουν τους συμπολίτες τους, να βγουν στο δρόμο, να χορέψουν, να αναπνεύσουν καθαρό αέρα και να δεχθούν τις ευεργετικές και θεραπευτικές ακτίνες του ήλιου. Με τον τρόπο αυτό η χολέρα εξαφανίστηκε και οι κάτοικοι του Μονάχου επανήλθαν στον φυσιολογικό καθημερινό τρόπο ζωής. Ο χορός των Βαρελάδων καθιερώθηκε έκτοτε να λαμβάνει χώρα κάθε επτά χρόνια.

Ο Δήμος Μονάχου απαθανάτισε αυτό το γεγονός με την τοποθέτηση μεγάλων ομοιωμάτων των βαρελάδων στην πρόσοψη του πύργου της κεντρικής εισόδου του Δημαρχείου. Καθημερινά μια φορά και το καλοκαίρι δύο φορές ημερησίως, τα ομοιώματα των βαρελάδων κινούνται μηχανικά με υπόκρουση μουσικής και σύρουν το χορό, για τρία λεπτά, θέαμα που προσελκύει και εντυπωσιάζει χιλιάδες τουρίστες.

Στο Σύλλογο Βαρελάδων πρέπει οι χορευτές να είναι από 18 μέχρι 25 ετών, να είναι άγαμοι και μόνιμοι κάτοικοι της πόλης που ζούν.

Στη πόλη Ασχάιμ, που είναι αδελφοποημένη με την Λέρο, ο Σύλλογος των Βαρελάδων ιδρύθηκε το 1886 και από τότε μέχρι σήμερα κάθε 7 χρόνια παρουσιάζει βαυαρικούς χορούς στη πόλη αυτή και αλλαχού. Το 2019 είναι και πάλι έτος των Βαρελάδων.

Στις 28.10.2018 έλαβε χώρα στο Πολιτιστικό Κέντρο της πόλης Ασχάιμ εκδήλωση με σκοπό την αναφορά, με ιστορικό υλικό, στην πορεία και δράση του Συλλόγου Βαρελάδων Ασχάιμ από το 1886 μέχρι σήμερα. Στα πλαίσια της εκδήλωσης αυτής ο Σύλλογος Βαρελάδων διέθεσε όλα τα έσοδα για τα κοινωνικά προγράμματα του Συλλόγου «Γυναίκες χωρίς Σύνορα» της Λέρου.

Η δωρεά έλαβε χώρα με σύμπραξη και συμβολή της «Επιτροπής Λέρου του Δήμου Ασχάιμ». Η Επιτροπή αποτελείται από την πρόεδρο κ. Margit Felgner και τα μέλη Annelise Stilling, Renate Bader, Nikoletta Hölzl και τη κ. Αναστασία Φασώλη. Η Επιτροπή ετοίμασε με ζήλο και περισσή αγάπη ελληνικά εδέσματα και λιχουδιές για όλους τους καλεσμένους. Στην είσοδο του Πολιτιστικού Κέντρου υπήρχαν πίνακες με φωτογραφικό και ενημερωτικό υλικό σχετικό με τις δραστηριότητες του Συλλόγου «Γυναίκες χωρίς Σύνορα» (Frauen ohne Grenzen) Λέρου.

Στην εκδήλωση παρέστησαν τοπικοί βαυαρικοί πολιτειακοί και πολιτικοί παράγοντες, και εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης όπως ο Δήμαρχος κ. Thomas Glashauser και ο πρώην Δήμαρχος κ. Helmut Englmann. Σημειώνεται ότι τόσο ο πρώην, όσο και ο νυν Δήμαρχος χόρεψαν, όταν ήταν ακόμη άγαμοι νέοι, το χορό των Βαρελάδων σε επίσημες παρουσιάσεις.

Από την ελληνική παροικία παρέστη ως προσκεκλημένος ο Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Απόστολος Μαλαμούσης, Αρχιερατικός Επιτετραμμένος για τις δημόσιες σχέσεις με τη Βαυαρική Πολιτεία. Ο π. Απόστολος προσκάλεσε τον Σύλλογο Βαρελάδων Ασχάιμ να πλαισιώσει με το χορευτικό του και μελλοντικές εκδηλώσεις της Εκκλησίας μας το 2019 στο Μόναχο.

Είνα όντως άκρως συγκινητικό το ότι ένας ιστορικός βαυαρικός χορευτικός Σύλλογος και η Επιτροπή Λέρου του Δήμου Ασχάιμ «απλώνουν» ευεργετικό χέρι σε κοινωνικά προγράμματα της Πατρίδας μας, και στηρίζουν πάσχοντες και πονεμένους συνανθρώπους μας, μέσα από τον Σύλλογο «Γυναίκες χωρίς Σύνορα» Λέρου.

Ετήσια συναυλία του Συνδέσμου Ελλήνων Μουσουργών (10/11/2018

$
0
0

O Σύνδεσμος Ελλήνων Μουσουργών και η  Ένωση Σμυρναίων, πραγματοποιούν το Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018 και ώρα 19:00 στη μεγάλη αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός την ετήσια συναυλία τους, αφιερωμένη στη μνήμη του προσφάτως εκλιπόντως καταξιωμένου μουσουργού Ανδρέα Καρμπόνε, με έργα των Ε. Βάιου, Μ. Καλογρίδου, Α. Καρμπόνε, Μ. Λαδόπουλου, Ν. Νευράκη, Ε. Παπασταύρου, καθώς και παραδοσιακά Μικρασιατικά χορωδιακά τραγούδια.

Συμμετέχουν: η βιολοντσελίστα Β. Παπαδημητρίου, η υψίφωνος Ρ. Κυπραίου, ο μπάσο-κλαρινετίστας Σ. Μίχας, οι πιανίστες S. Seah, Μ. Ειρηναίου, Κ. Τσολάκη, καθώς και η έγκριτη χορωδία AMBITUS, υπό τη διεύθυνση της μαέστρου Κατερίνας Βασιλικού.

 

 

Hackers πωλούν online τα προσωπικά μηνύματα χρηστών του Facebook

$
0
0

Πριν κλείσει ένας μήνας από τη μεγάλη διαρροή δεδομένων που έπληξε το Facebook ξέσπασε νέο σκάνδαλο που σχετίζεται με την ιδιωτικότητα των χρηστών. Σύμφωνα με επιβεβαιωμένο ρεπορτάζ του ρωσικού γραφείου του BBC, τα προσωπικά δεδομένα χρηστών του Facebook που έπεσαν θύματα υποκλοπής μεταπωλούνται online – και μάλιστα μέσω αγγελιών. Αντί βέβαια να εμφανιστεί στο dark web –όπως συνήθως συμβαίνει– η αγγελία εντοπίστηκε σε αγγλόφωνο site.

Εκεί, χρήστης με το ψευδώνυμο FBSaler πουλούσε προσωπικά δεδομένα χρηστών του Facebook –μεταξύ των οποίων και το αρχείο των ιδιωτικών μηνυμάτων τους. Στην αγγελία, που εδώ και λίγες ώρες έχει εξαφανιστεί, αναφερόταν ότι είχαν στην κατοχή τους δεδομένα από περίπου 120 εκατομμύρια λογαριασμούς Facebook.

Στο ρεπορτάζ αναφέρεται ότι ο αριθμός είναι υπερβολικός, αλλά και ότι δεν φέρεται να σχετίζεται με το πρόσφατο σκάνδαλο (άλλωστε το ίδιο το Facebook είχε κάνει λόγο για διαρροή δεδομένων 30 εκατ. χρηστών). Οι hackers, πάντως, επιμένουν ότι έχουν στην κατοχή τους τόσο μεγάλο όγκο δεδομένων, από προηγούμενη υποκλοπή (λέγεται μάλιστα ότι η αγγελία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο).

Πόσο κοστίζουν τα μηνύματά σας

Ήδη φέρονται να έχουν πουλήσει τα ιδιωτικά μηνύματα 81.000 χρηστών, δημοσιεύοντας μάλιστα και ενδεικτικά τμήματα των υποκλαπέντων δεδομένων. Ο ρεπόρτερ του BBC επικοινώνησε με πέντε Ρώσους χρήστες του Facebook, των οποίων τα ιδιωτικά μηνύματα είχαν ανέβει προς πώληση, και όλοι τους επιβεβαίωσαν ότι είναι δικά τους.

Όσο κι αν πιστεύουμε ότι τα δεδομένα μας είναι υπερπολύτιμα, το ρεπορτάζ του BBC μας διαψεύδει παταγωδώς. Οι hackers που έχουν ήδη ξεκινήσει τις πωλήσεις, τα διαθέτουν αντί μόλις 10 σεντς ανά λογαριασμό. Το ποσό φαντάζει αμελητέο, και οι συνέπειες μιας τόσο χαμηλής τιμής είναι αλυσιδωτές, καθώς τα ευαίσθητα δεδομένα των χρηστών θα μπορούσαν εύκολα να πέσουν στα χέρια κακόβουλων ή και διαφημιστικών εταιρειών που τα εποφθαλμιούν.
Όσον αφορά την προέλευση των θυμάτων, το ρεπορτάζ αναφέρεται σε πολλούς χρήστες από την Ουκρανία και τη Ρωσία, υπονοώντας με αυτό τον τρόπο και την προέλευση των δραστών. Μεταξύ των θυμάτων, πάντως, συγκαταλέγονται χρήστες και από αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, το Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ, τη Βραζιλία κ.ά.
Τι απαντάει το Facebook

Το κραταιό κοινωνικό δίκτυο, ως συνήθως, αποκρούει τις κατηγορίες ισχυριζόμενο ότι η δεν πρόκειται για νέα διαρροή ασφαλείας μέσω της πλατφόρμας, αλλά μέσω τρίτου. Πρακτικά, υποδεικνύουν προς την κατεύθυνση κάποιων επεκτάσεων ή προσθέτων που οι χρήστες εγκαθιστούν στα προγράμματα πλοήγησης.

Το αρμόδιο στέλεχος του Facebook, Guy Rosen, δήλωσε ότι γνωρίζουν το ζήτημα και έχουν ήδη επικοινωνήσει με τις αρμόδιες αρχές προκειμένου να αφαιρεθούν οι αγγελίες, αλλά και με τους κατασκευαστές των browsers ούτως ώστε να διαγράψουν συγκεκριμένα ύποπτα extensions από τα ηλεκτρονικά καταστήματά τους.

 

Πηγή: briefingnews.gr

 

Βούλα Παπαϊωάννου: Η φωτογράφος που κατέγραψε τη φρίκη της κατοχής

$
0
0

Η σπουδαία Ελληνίδα φωτογράφος έκανε αντίσταση με την κάμερα τα χρόνια της Κατοχής, αποτυπώντας τα ίχνη που αφήνει ο πόλεμος στο τοπίο και στους ανθρώπους.

Η Βούλα Παπαϊωάννου ως φωτογράφος δραστηριοποιήθηκε περίπου για μία τριακονταετία, από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60. Στα πρώτα της βήματα δοκίμασε τις ικανότητές της φωτογραφίζοντας αγάλματα, αρχαιότητες και τοπία. Μετά την είσοδο της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κατά τη γερμανική Κατοχή συνέλαβε με τον φακό της στιγμιότυπα από τη ζωή του άμαχου πληθυσμού της Αθήνας, ενώ τον τραγικό χειμώνα του ’41-’42 απαθανάτισε παιδιά και ενηλίκους που η ασιτία είχε οδηγήσει στα πρόθυρα του θανάτου.

 

Οι φωτογραφίες αυτές κυκλοφόρησαν στο εξωτερικό μέσω του Διεθνούς και Ελβετικού Ερυθρού Σταυρού και συνέβαλαν στην άμεση αποστολή τροφίμων. Μετά την αποχώρηση των κατακτητών, ως φωτογράφος ξένων αποστολών κατέγραψε την τραυματισμένη ελληνική ύπαιθρο, τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων της και την προσπάθεια ανασυγκρότησης της χώρας στον απόηχο του Εμφυλίου.

 

Κατά τη δεκαετία του 1950 συμμετείχε με την προσωπική της ματιά στη διαμόρφωση της μεταπολεμικής εικόνας της Ελλάδας, όπως προβλήθηκε μέσα από τουριστικά έντυπα και φωτογραφικά βιβλία. Μάλιστα, δύο σημαντικές εκδόσεις, La Grèce à ciel ouvert και Illes Grecques, από τον ελβετικό οίκο Clairefontaine/Guilde du Livre διέδωσαν τις φωτογραφίες της πέρα από τα σύνορα της χώρας.

 

«Στα νοσοκομεία δεν επιτρεπόταν να φωτογραφίζουμε και με κυνηγούσαν κάποιοι Ιταλοί. Ήξεραν ότι μια γυναίκα στέλνει έξω φωτογραφίες από την Κατοχή. Αλλά όλοι με προστάτευαν, όλοι με βοηθούσαν. Έτσι δεν είχα προβλήματα. Είναι ένα περίεργο πράγμα, πώς το έκανα εγώ που δεν μπορούσα να δω άνθρωπο να πεθαίνει… Τέτοια επιθυμία είχα να δείξω όσα γίνονταν».

Ακολούθησε μια περίοδος σιωπής, κατά την οποία η ίδια, ηλικιωμένη πια και με σοβαρά προβλήματα όρασης, αλλά με θαυμαστή πνευματική διαύγεια, έζησε αποτραβηγμένη, κοντά στους οικείους της, με αποτέλεσμα το έργο της να ξεχαστεί.

 

Με την κατάθεσή του το 1976 στο νεοϊδρυθέν τότε Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη είδε πάλι το φως και επανεκτιμήθηκε κυρίως την τελευταία εικοσαετία στο πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειας να καταγραφεί η πορεία της ελληνικής φωτογραφίας.

Βούλα Παπαϊωάννου, Καταστροφές από βομβαρδισμό, Πειραιάς, 12 Φεβρουαρίου 1941 © Μουσείο Μπενάκη / Φωτογραφικά Αρχεία

Η Βούλα Παπαϊωάννου γεννήθηκε στη Λαμία στις 18 Σεπτεμβρίου 1898 και ήταν το τέταρτο από τα πέντε παιδιά του αξιωματικού του Στρατού Θεοχάρη Παπαϊωάννου και της Αφροδίτης Παπακώστα. Ο παππούς της Ιωάννης Θεοχαρόπουλος (στη συνέχεια Παπαγιάννης και τελικά Παπαϊωάννου) υπήρξε παπάς και δάσκαλος στο Λιδωρίκι, όπου είχε αναπτύξει μεγάλη πνευματική δραστηριότητα, ενώ ο παππούς της μητέρας της, ο Παπακώστας Τζαμάλας (1790-1862), πολέμησε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στο Χάνι της Γραβιάς και στην πολιορκία της Ακροπόλεως του 1827.

 

Όταν ο Θεοχάρης Παπαϊωάννου μετατέθηκε στην Αθήνα το 1908 όλη η οικογένειά του τον ακολούθησε στην πρωτεύουσα. Προσωρινά έμειναν στην Πλάκα, μετά πήγαν στο Κολωνάκι και στη συνέχεια στο Μαρούσι. Η Βούλα Παπαϊωάννου τέλειωσε τη σχολή Saint-Joseph, όπου σε ηλικία 18 ετών απέκτησε επάρκεια διδασκαλίας στη γαλλική γλώσσα. Μιλούσε άριστα αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, πράγμα που διευκόλυνε τη μελλοντική της συνεργασία με ξένους οργανισμούς στην Ελλάδα και με εκδότες του εξωτερικού.

 

Είχε ιδιαίτερη αγάπη στη φιλολογία, την αρχαιολογία, στη μουσική και στις τέχνες γενικότερα και λάτρευε τα ταξίδια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Λόγω της αγάπης της για τις τέχνες γράφτηκε στην Σχολή Καλών Τεχνών το 1917 για να σπουδάσει ζωγραφική, την οποία εγκατέλειψε το επόμενο χρόνο λόγω της αρρώστιας και του θανάτου της αδερφής της Φούλας.

 

Με τη ζωγραφική, ωστόσο, ασχολήθηκε πολλά χρόνια, μέχρι να ξεκινήσει να φωτογραφίζει, οπότε την κέρδισε η φωτογραφία ολοκληρωτικά. Το 1926 παντρεύτηκε τον λόγιο Ιωάννη Ζερβό, στοχαστή, λογοτέχνη, ποιητή, μεταφραστή και τεχνοκριτικό, με τον οποίο έμειναν παντρεμένοι έντεκα χρόνια.

 

Όσο ήταν σύζυγος του Ζερβού είχε την ευκαιρία να κάνει πολλά ταξίδια και να γνωρίσει σπουδαίους πνευματικούς ανθρώπους, όπως ο Ιταλός τεχνοκριτικός Adolfo Venturi, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος.

Βούλα Παπαϊωάννου, Επιστράτευση. Αθήνα, 1940 © Μουσείο Μπενάκη / Φωτογραφικά Αρχεία

«Η φωτογραφία ήταν επάγγελμα και ερασιτεχνισμός μαζί» είχε πει σε μια συνέντευξή της το καλοκαίρι του 1989. «Σε μένα άρχισε ως ερασιτεχνισμός, καθαρός ερασιτεχνισμός. Εγώ δεν αγαπούσα τη φωτογραφία. Ο αδερφός μου ησχολείτο με τη φωτογραφία κι εγώ τον κορόιδευα. Μου έλεγε: “Δώσε το Α φάρμακο, το Β φάρμακο”. Δεν ανακατεύτηκα καθόλου, αλλά αγαπούσα πάρα πολύ την αρχαιολογία και βρισκόμουν συνεχώς στο Μουσείο.

 

Εκεί, ο τότε διευθυντής, ο Φιλαδελφέας, μου είπε να κάνω καλές φωτογραφίες και κάρτες για τους ξένους. Γενικά, από αγάλματα άρχισα. Και παρέμεινα πάντοτε ερασιτέχνης. Δεν το έκανα επάγγελμα. Ποτέ δεν ήθελα και έλεγα πάντοτε ότι, δόξα τω Θεώ, δεν έχω ανάγκη να κάνω τη φωτογραφία βιοποριστικό επάγγελμα. Η τέχνη δεν μπαίνει στον βιοπορισμό. Νομίζω, οποιαδήποτε τέχνη κι αν έκανα».

 

Η συστηματική ενασχόληση της Βούλας Παπαϊωάννου με τη φωτογραφία αρχίζει στο τέλος της δεκαετίας του ’30, μετά τη διάλυση του γάμου της, ενώ προηγουμένως είχε την ευκαιρία να αποκτήσει κάποια γνώση της φωτογραφικής διαδικασίας, βοηθώντας τον αδελφό της στον σκοτεινό θάλαμο.

 

Προφανώς, ήταν κι αυτός ένας από τους πολλούς ερασιτέχνες του είδους που ασκούσαν το χόμπι τους συχνά ως μέλη των εκδρομικών σωματείων – ο εκδρομισμός ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένος κατά τον Μεσοπόλεμο στην αστική τάξη, η οποία ανακάλυπτε την ελληνική ύπαιθρο.

 

Η σοβαρή ενασχόληση της Βούλας με τη φωτογραφία ξεκίνησε με την προτροπή του διευθυντή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Αλέξανδρου Φιλαδελφέα, θερμού υποστηρικτή της «νέας τέχνης», ο οποίος της πρότεινε να φωτογραφίσει τα εκθέματα του μουσείου με σκοπό να κοπούν κάρτες καλής ποιότητας. Στη συνέχεια φωτογράφισε τη Μύκονο, την Αθήνα, τα μοναστήρια της Αττικής ‒με καθοδήγηση του Ζαχαρία Παπαντωνίου‒ και τις ιαματικές πηγές της Ελλάδας.

Βούλα Παπαϊωάννου, Αθήνα, Δεκέμβριος 1941 © Μουσείο Μπενάκη / Φωτογραφικά Αρχεία

Οι φωτογραφίες της κατοχής
Η είσοδος της Ελλάδας στον πόλεμο στις 28 Οκτωβρίου 1940, ανατρεπτική για τη ζωή όλων των Ελλήνων, βρήκε τη Βούλα Παπαϊωάννου στην ώριμη ηλικία των 42 ετών, γνωστή ήδη στους επίσημους φορείς, καθώς είχε διανύσει περίπου τέσσερα χρόνια συστηματικής ενασχόλησης με τη φωτογραφία αρχαιοτήτων και τοπίου.

 

Με συνείδηση της ιστορικής σημασίας των γεγονότων και της δύναμης του φακού, ζήτησε να προσφέρει τις υπηρεσίες της στην αγωνιζόμενη Ελλάδα ως πολεμική ανταποκρίτρια, χωρίς αυτό να γίνει αποδεκτό, λόγω του φύλου της. Έτσι, το αλβανικό έπος καταγράφηκε από τους άντρες συναδέλφους της, και από τη Μαρία Χρουσάκη, η οποία βρέθηκε στο μέτωπο ως αδελφή νοσοκόμα του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (ΕΕΣ).

 

Παραμένοντας στην Αθήνα, αποφάσισε να απαθανατίσει τις αλλαγές στη φυσιογνωμία της πόλης και στη ζωή των κατοίκων της. Κυκλοφορώντας διακριτικά στους δρόμους, απομόνωνε με τον φακό της σημεία και στιγμιότυπα, δηλωτικά της ανάγκης του άμαχου πληθυσμού να αντιμετωπίσει την έκτακτη κατάσταση αλλά και του φρονήματος των συμπολιτών της που με σκωπτική διάθεση αντιμετώπιζαν όσα συνέβαιναν.

 

Ανάμεσα στα θέματα που επέλεξε περιλαμβάνονται οι διαφημιστικές αφίσες των θεατρικών επιθεωρήσεων με ήρωα συνήθως τον Μουσσολίνι και οι πολεμικές που είχαν φιλοτεχνηθεί από μαθητές του Γιάννη Κεφαλληνού, τον οποίο γνώριζε προσωπικά και εκτιμούσε βαθύτατα.

 

Πέρα από τις φωτογραφίες του δρόμου, κάλυψε συγκεκριμένα γεγονότα με σειρά από εικόνες: τη στρατολόγηση των ανδρών στο 34ο σύνταγμα στο Γουδί, την υποδοχή των πρώτων τραυματιών και την ετοιμασία ρουχισμού από τις γυναίκες για τους στρατευμένους. Το επιμελημένο λεύκωμα με τίτλο «Οι τραυματίαι μας» περιλαμβάνει 161 φωτογραφίες χωρισμένες σε θεματικές ενότητες και την υπογραφή V. Papaioannou 1941 στην εσωτερική όψη του οπισθόφυλλου.

Βούλα Παπαϊωάννου, Συσσίτιο. Αθήνα, Δεκέμβριος 1941 © Μουσείο Μπενάκη / Φωτογραφικά Αρχεία

Φαίνεται ότι κατά το διάστημα αυτό η Βούλα Παπαϊωάννου κάλυπτε δραστηριότητες του ΕΕΣ, παρόλο που δεν έχουν βρεθεί στοιχεία για τη σχέση εργασίας της με τον οργανισμό, ενώ ταυτόχρονα φωτογράφιζε και για λογαριασμό της ανθρωπιστικής οργάνωσης NEF (Near East Foundation), την οποίας υπεύθυνη ήταν η Αμαλία Λυκουρέζου, στενή φίλη της που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη φωτογραφική δραστηριότητα της δεκαετίας του ’40.

 

Σε μια συνέντευξη που η εθελόντρια του Φωτογραφικού Αρχείου του Μουσείου Μπενάκη Ρούλα Μιχαηλίδου πήρε το 1988 από τη Βούλα Παπαϊωάννου για ένα άρθρο στο περιοδικό «Τέταρτο» (τεύχος Ιουλίου-Αυγούστου 1988) αναφέρονται οι αναμνήσεις της από τις μέρες του πολέμου:

 

«Πριν από τον πόλεμο είχα πάρει μια παραγγελία μεγάλη από το υπουργείο για να βγάλω το “Λεύκωμα των Αθηνών”. Είχα μάλιστα συνεννοηθεί με τον καημένο τον Ζαχαρία Παπαντωνίου να πάμε μαζί να μου δείχνει αυτός ορισμένες μεριές των Αθηνών που αγαπούσε. Κι άρχισα να κάνω τα “Μοναστήρια της Αττικής” και μαζί τις “Ιαματικές Πηγές”. Είχα ασχοληθεί πολύ μ’ αυτά και μάλιστα θυμάμαι ότι ήμουν στην Αιδηψό, μαζί με τον Κοτζιά.

 

Τότε λαμβάνει μία είδηση ότι τορπιλίσανε την Έλλη, 15 Αυγούστου, και έφυγε. Και μου λέει: “Θα έρθεις μαζί μου”. Αλλά εγώ έμεινα να τελειώσω την παραγγελία μου. Εκεί πάνω άρχισε ο πόλεμος. Ζήτησα να πάω έξω ως ρεπόρτερ. Δεν με δέχτηκαν, δεν δέχονταν γυναίκες τότε. “Κάντε”, μου λένε, “τη ζωή του πολέμου στην Ελλάδα”. Μου έδωσαν μια καλή ιδέα, γιατί στην Αθήνα ήταν πολλά πράγματα που μπορούσαν να φωτογραφίσουν οι ρεπόρτερ.

 

Σκίτσα ειρωνικά με τον Μουσσολίνι, συνθήματα όπως αυτά που είχαν γράψει στις κολώνες έξω από το Μετοχικό, ένα σωρό σκηνές. Έκανα ένα ρεπορτάζ πάνω στην Αθήνα, ώσπου έρχεται η Κατοχή. Μόλις ήρθε η Κατοχή, το πρώτο που μας απηγόρευσαν ήτο οι μηχανές. Τότε δούλεψα με μια μηχανή κρυφά. Έκανα τη δική μου αντίσταση. Έτυχε να ξέρω από πριν τη Λυκουρέζου, που είχε εργαστεί, κι εγώ μαζί της, στη Near East Foundation.

 

Λοιπόν, όλοι με ξέρανε από κει, όπως οι Ελβετοί. Είχαν έναν επιτετραμμένο εδώ, τον Franco Brenni, για να παρακολουθούν, κι εγώ μ’ αυτόν εργάστηκα. Με παίρνανε ως βοηθό και πηγαίναμε και φωτογραφίζαμε τα καράβια κάτω στο Φάληρο. Με τη μηχανή κρυμμένη μέσα στο αυτοκίνητο. Τότε δούλεψα πάρα πολύ αντίσταση. Βγάζαμε φωτογραφίες και τις στέλναμε έξω για τα παιδιά τα πεινασμένα.

Βούλα Παπαϊωάννου, Θεραπεία κρυοπαγημάτων σε νοσοκομείο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, Αθήνα, Απόκριες 1941© Μουσείο Μπενάκη / Φωτογραφικά Αρχεία

[Διηγείται ότι σε ένα ταξίδι της στην Ελβετία είδε μια αφίσα με δική της φωτογραφία που απεικόνιζε ένα σκελετωμένο παιδί και χαριτολογώντας εικάζει ότι οι Ελβετοί τη χρησιμοποίησαν γιατί δεν υπήρχε κανένα υποσιτισμένο παιδί εκεί για να το φωτογραφίσουν].

 

Όταν ήρθε το καράβι, το “Χάλαρι”, με τροφές, βρέθηκα με τον Brenni στον Πειραιά και τράβηξα τις φωτογραφίες που ήθελα για να τις στείλω έξω. Το άλλο θέμα το τρομερό ήταν μέσα στα νοσοκομεία που πέθαιναν από την πείνα.

 

Στα νοσοκομεία δεν επιτρεπόταν να φωτογραφίζουμε και με κυνηγούσαν κάποιοι Ιταλοί. Ήξεραν ότι μια γυναίκα στέλνει έξω φωτογραφίες από την Κατοχή. Αλλά όλοι με προστάτευαν, όλοι με βοηθούσαν. Έτσι δεν είχα προβλήματα. Είναι ένα περίεργο πράγμα, πώς το έκανα εγώ που δεν μπορούσα να δω άνθρωπο να πεθαίνει… Τέτοια επιθυμία είχα να δείξω όσα γίνονταν.

 

Τότε έκανα κι αυτό το Λεύκωμα της Πείνας. Εκείνο που έχει σημασία στο “Μαύρο Βιβλίο” είναι η συνεργασία μου με τον Κεφαλληνό. Ήταν μεγάλος καθηγητής και ως άνθρωπος θαυμάσιος. Είχε σκεφτεί τότε τι πρόλογο να βάλουμε σ’ αυτό το βιβλίο της Πείνας. Δεν ήθελε να γράψουμε μέσα τίποτα, ήθελε να γράψουμε κάτι μόνο στην αρχή. Επίσης, θυμάμαι ότι βρέθηκα με τον Brenni κάτω στον Πειραιά, τότε που στα κάρα μαζεύανε όλα τα πτώματα της πείνας, τα πηγαίνανε σε μια μεγάλη αίθουσα, τα ρίχνανε έτσι χάμω και φεύγανε.

 

Αυτός στάθηκε απ’ έξω, γιατί δεν έπρεπε να το πάρουνε είδηση. Αυτός, μαζί με τη Λυκουρέζου, με ειδοποιούσαν όταν ερχόταν το κάρο με τους νεκρούς για να τους ρίξουν μέσα σε αυτή την αποθήκη κι εγώ εκεί μέσα είχα στήσει ολόκληρο καβαλέτο και φωτογράφιζα».

 

«Φωτογραφίζατε με τρίποδο;» «Με τρίποδο, με τρίποδο, τότε γιατί δεν είχε φως. Μία αποθήκη απέραντη, γεμάτη από ανθρώπους και ζωύφια και χωρίς φως. Οι νεκροί οι τελευταίοι εδώ πέρα [μέσα στο Μαύρο Λεύκωμα] έτσι είναι παρμένοι, δίχως φως. Μετά τα μάζεψα γρήγορα στο αυτοκίνητο του Ελβετού και φύγαμε. Οι Ελβετοί με βοήθησαν πάρα πολύ στην εποχή της Κατοχής, ιδίως γι’ αυτά που στέλναμε έξω».

 

«Και υλικά πού βρίσκατε; Τα φιλμ;»

 

«Πότε από Ελβετούς, πότε από μαγαζιά που είχαν απόθεμα. Αλλά γινόταν μεγάλο σαμποτάζ. Ακόμα και όταν αγόραζα φιλμ, πολλές φορές δεν φαινόταν τίποτα. Τα έβγαζα και ήταν άσπρα. Και πλήρωνα και για τα φιλμ γιατί ήθελα αυτήν τη δουλειά να την κάνω. Την έκανα με μεγάλο κέφι».

Πόσες σκέψεις και συναισθήματα προκαλούνται από το σφίξιμο των δύο ανδρών, που τονίζεται ακριβώς επειδή δεν είναι ορατά τα πρόσωπά τους, με τα τριμμένα ρούχα και τη μαύρη λωρίδα του πένθους στο μανίκι του ενός! Βούλα Παπαϊωάννου, Επαναπατρισμός από την έρημο του Σινά, π. 1945 © Μουσείο Μπενάκη / Φωτογραφικά Αρχεία

Το  καλοκαίρι του 1989 ηχογραφήθηκε στην Κηφισιά μια συνομιλία της Βούλας Παπαϊωάννου με τη Φανή Κωνσταντινίδου, τον Νίκο Σαραβάνο και τη Ρούλα Μιχαηλίδου. Αυτό είναι το απόσπασμα όπου μιλάνε για τα χρόνια της Κατοχής:

 

Ν.Σ: Πώς βγάζατε τις φωτογραφίες της Κατοχής;

Β.Π: Στην Κατοχή είχε έρθει ο πρόξενος ο Ελβετός για να επιβλέψει. Μαζί και μία επιτροπή από Ελβετούς γιατρούς, που οι Γερμανοί τούς είχαν επιτρέψει μόνο να παρατηρούν. Εγώ βρέθηκα ανάμεσα σ’ αυτούς.

 

Ν.Σ: Επέτρεπαν οι Γερμανοί τη φωτογράφιση;

Β.Π: Όχι. Είχαμε εμείς μηχανές και φωτογραφίζαμε. Ήμουν μάλιστα μ’ έναν φίλο που φωτογραφίζαμε, τον Φραντζή, και λέγαμε: «Τώρα τι θα κάνουμε που κρύψαμε τις μηχανές;». Γινήκαμε, λοιπόν, μελισσοκόμοι και πηγαίναμε ομαδική μελισσοκομία. Έτσι διώχναμε τους Γερμανούς, γιατί βλέπανε τις μέλισσες και δεν κοίταζαν παραπέρα. Μας άφηναν και περνούσαμε και κάναμε ομαδική εκδρομή στην Αράχωβα ή στον Διόνυσο.

 

Ρ.Μ: Ήταν προκάλυμμα δηλαδή.

Β.Π: Στην αρχή. Στο μεταξύ ήρθαν οι Ελβετοί και μου ζητήσανε να πάω μαζί τους, να βγάζω κρυφά φωτογραφίες.

 

Ν.Σ: Σε τι χαρτιά τυπώνατε;

Β.Π: Σε διάφορα χαρτιά. Εγώ τότε άρχισα να φτιάχνω μόνη μου τα διάφορα χημικά. Δεν είχαμε τίποτα αγοραστό. Φώναξα τον καημένο τον Γεραλή, «θα σας μάθω εγώ» μου λέει και κάναμε δοκιμές. Καθόμαστε στο Μαρούσι. Κάτω από το σπίτι ήταν ένα υμιυπόγειο που το είχαμε νοικιάσει. Όταν έφυγε ο ενοικιαστής το βάψαμε όλο, το κάναμε στούντιο. Λοιπόν, εκεί μέσα γίνονταν όλες οι δοκιμές, μέσα σε φάρμακα. Κάτι έβγαινε. Κάναμε εντελώς χημεία, πειραματική χημεία. Τέλος πάντων, χρησιμοποιούσα ό,τι χαρτί έβρισκα. Στο τέλος κατέληξα στο AGFA.

Βούλα Παπαϊωάννου, Αθήνα, 1941-42 © Μουσείο Μπενάκη / Φωτογραφικά Αρχεία

Βούλα Παπαϊωάννου, Αθήνα, 1941-42 © Μουσείο Μπενάκη / Φωτογραφικά Αρχεία

Η Πείνα
Σύμφωνα με τον Γ. Φτέρη, η Βούλα Παπαϊωάννου «… έπαιρνε τη φωτογραφική της μηχανή όπως παίρνει ένας άντρας το τουφέκι του, το πιστόλι του, και χαμένη μέσα στον κόσμο έκανε αντίσταση του ελληνικού ματιού, της ελληνικής μνήμης, τον καιρό που το μάτι έβλεπε μόνο με την καρδιά και η μνήμη ήτανε η τιμή μας, το τελευταίο που μας έμενε…».

 

Με την προτροπή της Αμαλίας Λυκουρέζου, η οποία έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τους υπεύθυνους των ξένων οργανώσεων, και με την κάλυψη του Ελβετού επιτετραμμένου Franco Brenni περνούσε χωρίς έλεγχο σε νοσηλευτικά ιδρύματα και απαθανάτιζε με τον φακό της παιδιά και ενηλίκους ετοιμοθάνατους από την ασιτία.

 

Η Λυκουρέζου, σε μια γραπτή αναφορά τον Σεπτέμβριο του 1944 γράφει σχετικά: «Τον Ιανουάριο του 1942 είχα την ιδέα να τραβήξω φωτογραφίες και να προσπαθήσω να τις στείλω στο εξωτερικό. Κάλεσα την κυρία Παπαϊωάννου στο γραφείο μου και μίλησα μαζί της γι’ αυτό το θέμα. Θεώρησε ότι η ιδέα μου ήταν πολύ καλή.

 

Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος, καθώς απαγορεύονταν αυστηρά οι φωτογραφίσεις εκείνο τον καιρό. Το κάναμε κρυφά και βγάλαμε πολλές. Ο κ. Brenni, ο Ελβετός πρέσβης, μας βοήθησε τότε, συνοδεύοντάς μας με το αυτοκίνητό του. Οι φωτογραφίες αυτές με τις πρέπουσες αναφορές εστάλησαν αμέσως στην Ελβετία, από εκεί ίσως στην Αγγλία και στην Αμερική και τα αποτελέσματα ήταν πολύ καλά.

 

Οι Ιταλοί έβλεπαν μερικές από αυτές τις εικόνες αναδημοσιευμένες σε ξένα περιοδικά ή σε εφημερίδες και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ανακαλύψουν ποιοι τις έβγαζαν. Ευτυχώς ειδοποιηθήκαμε εγκαίρως από τον κ. Junod, Ελβετό απεσταλμένο, να σταματήσουμε αυτήν τη δουλειά για ένα διάστημα. Παρ’ όλα αυτά, δεν σταματήσαμε, αλλά συνεχίσαμε λαμβάνοντας περισσότερες προφυλάξεις».

 

Οι φωτογραφίες της πείνας περιφέρονταν κρυφά χέρι με χέρι και στην Αθήνα, όπως μαρτυρεί ο Ροζέ Μιλλιέξ: «Πριν φύγω από την Αθήνα μπόρεσα να ξεφυλλίσω δύο λευκώματα με φωτογραφίες που κυκλοφορούν εκεί κάτω παράνομα και θα τις δείτε χωρίς αμφιβολία, κάποια μέρα, γεμάτοι φρίκη…

 

Το λεύκωμα που αναφερόταν στα παιδιά ήταν τραγικό. Πώς να ξεχάσουμε εκείνα τα μικρά τραγικά πρόσωπα τα σκαμμένα από την πείνα, τα χωρίς χαρά, που δεν ήξεραν πια να χαμογελούν, με το δέρμα κολλημένο πάνω στα πλευρά, με τους σπονδύλους των κινούμενων αυτών σκελετών να προεξέχουν, εκείνες τις κνήμες που είχαν γίνει σαν καλάμια κι ήταν τόσο εύθραυστες, ώστε παιδιά οκτώ χρονών έπρεπε να στηρίζονται σαν γέροι σε μπαστούνια ή να τα σηκώνουν σαν βρέφη στα χέρια…».

 

Αργότερα, το 1943, όταν ο λιμός είχε υποχωρήσει, η Παπαϊωάννου ζήτησε τη συνεργασία του χαράκτη Γιάννη Κεφαλληνού προκειμένου να φιλοτεχνήσουν ένα επιμελημένο λεύκωμα με φωτογραφίες της πείνας, θεωρώντας ότι, πέρα από τον στόχο που εκπληρώθηκε με τη διακίνησή τους, όφειλαν να φυλαχτούν ως ιστορική μνήμη.

Βούλα Παπαϊωάννου, Γάμος τραυματία του Αλβανικού Μετώπου με νοσοκόμα, Αθήνα, 1940 © Μουσείο Μπενάκη / Φωτογραφικά Αρχεία

Το «Μαύρο Λεύκωμα», όπως συνήθιζαν να το αποκαλούν οι δημιουργοί του, περιλάμβανε 83 θέματα με πορτρέτα παιδιών και ενηλίκων στα πρόθυρα του θανάτου από την ασιτία, επικολλημένα σε 56 σελίδες από μαύρο χαρτόνι, χωρίς λεζάντες ή άλλα κείμενα, εκτός από το απόσπασμα των «Τρωάδων» του Ευριπίδη στη δεύτερη σελίδα: «… Τι χρη σιγάν; Τι δε μη σιγάν; Τι δε θρηνήσαι;…».

 

Το λεύκωμα ετοιμάστηκε μέσα στην Κατοχή. Η φωτογράφος έκανε τις εκτυπώσεις κρυφά στο σπίτι της στην οδό Πατριάρχου Ιωακείμ 6, όπου η οικογένειά της είχε μετακομίσει λόγω του πολέμου, ακούγοντας τις μπότες των Γερμανών που είχαν επιτάξει τον επάνω όροφο.

 

Ο νέος τότε ζωγράφος Γιώργος Μανουσάκης είχε αναλάβει το retouche των φωτογραφιών μετά από σύσταση του δασκάλου του Μεταλληνού, ο οποίος κατά τη διάρκεια της Κατοχής φρόντιζε να βρίσκει μικρές δουλειές στους μαθητές του.

 

«Έπαιρνα τις φωτογραφίες από μια κυρία που δεν την γνώριζα», διηγείται, «επέστρεφα γρήγορα στο σπίτι μου, έκρυβα το παράνομο υλικό κοντά στον φωταγωγό ώστε να το πετάξω εύκολα σε περίπτωση εφόδου και, αφού τις επεξεργαζόμουν, τις επέστρεφα για να πάρω καινούργια παρτίδα».

 

Η Βούλα Παπαϊωάννου φωτογράφισε τον Κωστή Παλαμά νεκρό, καθώς και τον γηραιό ποιητή Γεώργιο Δροσίνη, παρόλο που οι προσωπικότητες της πολιτικής, κοινωνικής και πνευματικής ζωής της εποχής λείπουν από το έργο της. Ο Δροσίνης περιγράφει τη φωτογράφιση στο ημερολόγιό του την 18η Απριλίου του 1943, δίνοντας ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τον τρόπο που εργαζόταν η φωτογράφος. Μάλιστα, όταν η Παπαϊωάννου του έφερε τις φωτογραφίες τής αφιέρωσε ένα τετράστιχο:

 

«Στην άφταστη τεχνίτρα του φωτός και Βα Παπαϊωάννου: Του ήλιου το φως το χάρισαν/ τα μάτια σου στα χέρια,/ και με την Τέχνη σου έγινες/ Του Απόλλωνος Ιέρεια».

 

Η ανθρωπιστική φωτογραφία της Βούλας Παπαϊωάννου χαρακτηρίζεται από σημαντικές αρετές, όπως η διακριτική συναισθηματική συμμετοχή στο θέμα, χωρίς ρητορεία και ελεγειακούς τόνους, η λιτότητα στη σύνθεση και η σημειολογία των εικονογραφικών στοιχείων. Πόσες σκέψεις και συναισθήματα προκαλούνται από το σφίξιμο των δύο ανδρών, που τονίζεται ακριβώς επειδή δεν είναι ορατά τα πρόσωπά τους, με τα τριμμένα ρούχα και τη μαύρη λωρίδα του πένθους στο μανίκι του ενός! (φωτογραφία 186)

Βούλα Παπαϊωάννου, Αφίσα «πολεμικής» επιθεώρησης στο θέατρο «Αλάμπρα». Αθήνα, 1940-41© Μουσείο Μπενάκη / Φωτογραφικά Αρχεία

Η δύναμη της ματιάς της όμως αναδεικνύεται ιδιαίτερα στα πορτρέτα. Η φωτογραφία έχει την ικανότητα να πλησιάζει τους ανθρώπους που επιλέγει να φωτογραφίσει χωρίς να τους παρενοχλεί, με αποτέλεσμα να διατηρούν τη φυσικότητα στην έκφρασή τους ακόμα και όταν η λήψη έπρεπε να είναι σκηνοθετημένη.

 

Η ίδια το επιβεβαιώνει: «Εγώ έλεγα πάντα ότι η φωτογραφία είναι μόνο η έκφραση… Η έκφραση δείχνει τον άνθρωπο χωρίς φτιασίδι, χωρίς στολίδια».

 

Η έμφαση προς τους εικονιζόμενους δηλώνεται συχνά με τη κατ’ ενώπιον στάση τους, με τον φωτισμό επικεντρωμένο επάνω τους και την αφαίρεση των λοιπών εικονογραφικών στοιχείων. Κυρίως όμως με το βλέμμα τους, που στραμμένο είτε προς τον φακό είτε εκτός κάδρου, σοβαρό, στοχαστικό ή αποφασιστικό, αντανακλά το βλέμμα της ίδιας της φωτογράφου.

 

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 η Βούλα αρχίζει σταδιακά να αποσύρεται από την ενεργό δράση στον χώρο της φωτογραφίας. Το 1976 παρέδωσε το σύνολο του έργου της στο Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη. Το 1989 πήρε τη χαρά της πρώτης της ατομικής έκθεσης, χωρίς να παρευρεθεί στα εγκαίνια, λόγω της κλονισμένης υγείας της. Έναν χρόνο αργότερα έφυγε από τη ζωή.

 

Περιέχει αποσπάσματα από το κείμενο της κ. Φανής Κωνσταντίνου από το βιβλίο «Η φωτογράφος Βούλα Παπαϊωάννου από το φωτογραφικό αρχείο του Μουσείου Μπενάκη» (Εκδόσεις Άγρα/Μουσείο Μπενάκη)

Βούλα Παπαϊωάννου, Συσσίτιο σε ίδρυμα για παιδιά. Αθήνα, 1942-43 © Μουσείο Μπενάκη / Φωτογραφικά Αρχεία

Βούλα Παπαϊωάννου, Νεκρικό πορτραίτο του Κωστή Παλαμά, Αθήνα, 27 Φεβρουαρίου 1943 © Μουσείο Μπενάκη / Φωτογραφικά Αρχεία

Βούλα Παπαϊωάννου, Σημειώματα κρατουμένων στον τοίχο του γερμανικού κρατητηρίου της οδού Μέρλιν, Αθήνα, 1944 © Μουσείο Μπενάκη / Φωτογραφικά Αρχεία

Βούλα Παπαϊωάννου, Όρυγμα. Αθήνα, 1940 © Μουσείο Μπενάκη Φωτογραφικά Αρχεία

Βούλα Παπαϊωάννου, Ομαδικό πλέξιμο. Αθήνα, 1940 © Μουσείο Μπενάκη / Φωτογραφικά Αρχεία

 

Πηγή: lifo.gr

Viewing all 34873 articles
Browse latest View live




Latest Images