Παρακαλώ σε, Πανάγια, και διπλοπροσκυνω σε, νά μου χαρίσης τά κλειδιά, κλειδιά του παραδείσου, ν’ ανοίξω νάμπω ζωντανός γύρω νά περπατήσω, νά ιδώ τους πλούσιους πώς περνάν, και τους φτωχούς πώς στέκουν. Κάθονταν ή φτωχολογιά ‘ς τον ήλιο, ‘ς τόν προσήλιο κ’ οί πλούσιοι έκυλιόντανε ‘ς τήν πίσσα, ‘ς το σκοτάδι, εκείτονταν κι’ ο έξαρχος [...]
↧